λαρυγγικός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
λαρυγγικός • (laryngikós) m (feminine λαρυγγική, neuter λαρυγγικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λαρυγγικός • | λαρυγγική • | λαρυγγικό • | λαρυγγικοί • | λαρυγγικές • | λαρυγγικά • |
genitive | λαρυγγικού • | λαρυγγικής • | λαρυγγικού • | λαρυγγικών • | λαρυγγικών • | λαρυγγικών • |
accusative | λαρυγγικό • | λαρυγγική • | λαρυγγικό • | λαρυγγικούς • | λαρυγγικές • | λαρυγγικά • |
vocative | λαρυγγικέ • | λαρυγγική • | λαρυγγικό • | λαρυγγικοί • | λαρυγγικές • | λαρυγγικά • |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.