οργανισμός • (organismós) m (plural οργανισμοί) (biology) organism (living thing) Κάθε ζωντανός οργανισμός αλληλεπιδρά με άλλους οργανισμούς. Káthe zontanós
United Nations, UN ΗΕ f (IE, initialism) Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών m (Organismós Inoménon Ethnón) Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών on the Greek Wikipedia.Wikipedia