Prefix
χειρο- • (cheiro-)
- added before a noun, adjective or verb to create words that indicate something done by hand:
- χειρο- (cheiro-) + καλλιέργεια (kalliérgeia, “farming, cultivation”) → χειροκαλλιέργεια (cheirokalliérgeia, “farming done by hand”)
- χειρο- (cheiro-) + κινητός (kinitós, “moveable, mobile”) → χειροκίνητος (cheirokínitos, “manual, hand-operated”)
- χειρο- (cheiro-) + νέμω (némo, “to make use of, to take advantage of”) → χειρονομία (cheironomía, “hand gesture”)
- χειρο- (cheiro-) + τέχνη (téchni, “art”) → χειροτεχνία (cheirotechnía, “crafts”)
- χειρο- (cheiro-) + έργο (érgo, “work”) → χειρουργός (cheirourgós, “surgeon”)
- added before a noun, adjective or verb to create words that indicate something is used, moved, transported etc by hand:
- χειρο- (cheiro-) + φρένο (fréno, “brake”) → χειρόφρενο (cheirófreno, “handbrake”)
- χειρο- (cheiro-) + βομβίδα (vomvída, “grenade”) → χειροβομβίδα (cheirovomvída, “hand grenade”)
- χειρο- (cheiro-) + αποσκευή (aposkeví, “luggage”) → χειραποσκευή (cheiraposkeví, “hand luggage”)
- χειρο- (cheiro-) + αντλία (antlía, “pump”) → χειραντλία (cheirantlía, “hand pump”)