χαριτωμένοςHyphenation: χα‧ρι‧τω‧μέ‧νος χαριτωμένος • (charitoménos) m (feminine χαριτωμένη, neuter χαριτωμένο) pretty, lovely, attractive (especially of girls, children
cuteFrench: joli (fr), mignon (fr) Greek: χαριτωμένος (el) m (charitoménos), χαριτωμένη (el) f (charitoméni), χαριτωμένο (el) n (charitoméno) Hawaiian: uʻi Hungarian: