συμφωνικός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
συμφωνικός • (symfonikós) m (feminine συμφωνική, neuter συμφωνικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συμφωνικός • | συμφωνική • | συμφωνικό • | συμφωνικοί • | συμφωνικές • | συμφωνικά • |
genitive | συμφωνικού • | συμφωνικής • | συμφωνικού • | συμφωνικών • | συμφωνικών • | συμφωνικών • |
accusative | συμφωνικό • | συμφωνική • | συμφωνικό • | συμφωνικούς • | συμφωνικές • | συμφωνικά • |
vocative | συμφωνικέ • | συμφωνική • | συμφωνικό • | συμφωνικοί • | συμφωνικές • | συμφωνικά • |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.