στοιχίζω“correspond”) περιστοιχίζω (peristoichízo) στοιχείο n (stoicheío, “element”) στοιχειοθετώ (stoicheiothetó) στοιχειώνω (stoicheióno, “haunt”) στοιχηματίζω (stoichimatízo
θέτωπροϋποθέτω (proÿpothéto, “to presuppose”) σκηνοθετώ (skinothetó, “to stage”) στοιχειοθετώ (stoicheiothetó, “to compose, to constitute”) συνθέτω (synthéto, “to