επίτηδεςintentionally Synonyms: επί τούτοις (epí toútois), ηθελημένα (itheliména), σκόπιμα (skópima) ^ επίτηδες, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of
σκόπιμοςsuperlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκόπιμος, etc.) σκόπιμα (skópima, adverb) σκοπιμότητα f (skopimótita) (learned) σκοπίμως (skopímos
intentionallyεπίτηδες (el) (epítides), εκούσια (el) (ekoúsia), ηθελημένα (el) (itheliména), σκόπιμα (el) (skópima) Hebrew: ביד רמה (b'yad ramah) Hungarian: szándékosan (hu)