σαδιστικός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
σαδιστικός • (sadistikós) m (feminine σαδιστική, neuter σαδιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σαδιστικός (sadistikós) | σαδιστική (sadistikí) | σαδιστικό (sadistikó) | σαδιστικοί (sadistikoí) | σαδιστικές (sadistikés) | σαδιστικά (sadistiká) | |
genitive | σαδιστικού (sadistikoú) | σαδιστικής (sadistikís) | σαδιστικού (sadistikoú) | σαδιστικών (sadistikón) | σαδιστικών (sadistikón) | σαδιστικών (sadistikón) | |
accusative | σαδιστικό (sadistikó) | σαδιστική (sadistikí) | σαδιστικό (sadistikó) | σαδιστικούς (sadistikoús) | σαδιστικές (sadistikés) | σαδιστικά (sadistiká) | |
vocative | σαδιστικέ (sadistiké) | σαδιστική (sadistikí) | σαδιστικό (sadistikó) | σαδιστικοί (sadistikoí) | σαδιστικές (sadistikés) | σαδιστικά (sadistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σαδιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σαδιστικός, etc.)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.