“radiotelephony”) ραδιοτηλεφωνικός (radiotilefonikós) ραδιοτηλέφωνο n (radiotiléfono) ραδιοφωνία f (radiofonía) ραδιοφωνικός (radiofonikós) ραδιόφωνο n (radiófono, “radio”)
French: radiodiffuseur m (of radio) German: Rundfunksender (de) m Greek: ραδιοφωνία (el) f (radiofonía) Italian: telediffusore m (chiefly television) Japanese: