παραγράφωerase, strike out παραγράφω παραγράφομαι απαράγραπτος (aparágraptos) παραγραφή f (paragrafí, “striking out”) (law) παράγραφος f (parágrafos, “paragraph”)
lapseverstrijken (nl) n German: Verfallen n, Erlöschen n, Verfall (de) m Greek: παραγραφή (el) f (paragrafí) Portuguese: prescrição (pt) f Spanish: prescripción (es) f