πηχτόςarticle + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πηχτός, etc.) πηχτή f (pichtí) πήζω (pízo) ^ πηχτός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard
setFrench: geler (fr) German: härten (de), aushärten (de), fest werden Greek: πήζω (el) (pízo), στερεοποιούμαι (el) (stereopoioúmai) Hebrew: קָרַשׁ (he) (karásh)
λιώνωσαπίζω (sapízo) (antonym(s) of “melt”): παγώνω (pagóno, “congeal, freeze”), πήζω (pízo, “congeal, curdle”) (antonym(s) of “lose weight”): παχαίνω (pachaíno