αναπόφευκτοςunavoidable Synonyms: αναπόδραστος (anapódrastos), άφευκτος (áfefktos), μοιραίος (moiraíos) unpreventable Synonym: αναπότρεπτος (anapótreptos) Derivations:
μοίραgrumpy”) μεμψίμοιρώ (mempsímoiró, “cavil”) μοιράζω (moirázo, “distribute”) μοιραίος (moiraíos, “fatal”) μοίραρχος m (moírarchos) (military) μοιρογνωμόνιο n
banefulθανάσιμος (el) (thanásimos), θανατηφόρος (el) (thanatifóros), μοιραίος (el) (moiraíos) Ancient: μοιραῖος (moiraîos) Japanese: 致死の (ja) (chishi no), 命取りの (ja) (inochitori
terminalterminaalinen, kuolemaan johtava Greek: καταληκτικός (el) (kataliktikós), μοιραίος (el) (moiraíos) Hungarian: halálos (hu), végstádiumú, végstádiumban lévő