μελετάωμελετημένος (meletiménos, participle) μελετηρός (meletirós, “studious”) μελετητής m (meletitís), μελετήτρια f (meletítria) προμελέτη f (promeléti) προμελετημένος
studentσπουδαστής (el) m (spoudastís), σπουδάστρια (el) f (spoudástria), (please verify) μελετητής (el) m (meletitís) Ancient: μαθητής m (mathētḗs), μαθήτρια f (mathḗtria)