catameniaSee also: Catamenia From Ancient Greek καταμήνια (katamḗnia), the neuter plural of καταμήνιος (katamḗnios, “monthly”), from κατά (katá) + μήν (mḗn, “month”)
CatameniaWikipedia Wikispecies has information on: Catamenia Wikispecies Ancient Greek καταμήνια (katamḗnia) Catamenia f A taxonomic genus within the family Thraupidae
περίοδος(emminórroia), εμμηνορρυσία f (emminorrysía) (medical term) έμμηνα n pl (émmina), καταμήνια n pl (katamínia) (dated) απεριοδικός (aperiodikós, “phaenomenon without
mensesmenstruations (fr) f pl, menstrues (fr) f pl (archaic) Greek: έμμηνα (el) n pl (émmina), καταμήνια (el) n pl (katamínia) Ancient: ἄφεδρος f (áphedros) Hindi: पुष्प (hi) m
δειγματίζωτὸ σπέρμα περὶ τὰ δεκατέσσαρα ἔτη γενόμενος, ὅτε καὶ ταῖς θηλείαις τὰ καταμήνια δειγματίζει. Árkhetai dè ho árrhēn phérein tò spérma perì tà dekatéssara