επιβραδύνω
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Koine Greek ἐπιβραδύνω (epibradúnō, “to relax”) with semantic loan from French ralentir.[1]
επιβραδύνω • (epivradýno) (past επιβράδυνα, passive επιβραδύνομαι, p‑past επιβραδύνθηκα, ppp επιβραδυμένος) (transitive)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | επιβραδύνω | επιβραδύνω | επιβραδύνομαι | επιβραδυνθώ |
2 sg | επιβραδύνεις | επιβραδύνεις | επιβραδύνεσαι | επιβραδυνθείς |
3 sg | επιβραδύνει | επιβραδύνει | επιβραδύνεται | επιβραδυνθεί |
1 pl | επιβραδύνουμε, [‑ομε] | επιβραδύνουμε, [‑ομε] | επιβραδυνόμαστε | επιβραδυνθούμε |
2 pl | επιβραδύνετε | επιβραδύνετε | επιβραδύνεστε, επιβραδυνόσαστε | επιβραδυνθείτε |
3 pl | επιβραδύνουν(ε) | επιβραδύνουν(ε) | επιβραδύνονται | επιβραδυνθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | επιβράδυνα | επιβράδυνα | επιβραδυνόμουν(α) | επιβραδύνθηκα |
2 sg | επιβράδυνες | επιβράδυνες | επιβραδυνόσουν(α) | επιβραδύνθηκες |
3 sg | επιβράδυνε | επιβράδυνε | επιβραδυνόταν(ε) | επιβραδύνθηκε |
1 pl | επιβραδύναμε | επιβραδύναμε | επιβραδυνόμασταν, (‑όμαστε) | επιβραδυνθήκαμε |
2 pl | επιβραδύνατε | επιβραδύνατε | επιβραδυνόσασταν, (‑όσαστε) | επιβραδυνθήκατε |
3 pl | επιβράδυναν, επιβραδύναν(ε) | επιβράδυναν, επιβραδύναν(ε) | επιβραδύνονταν, (επιβραδυνόντουσαν) | επιβραδύνθηκαν, επιβραδυνθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα επιβραδύνω ➤ | θα επιβραδύνω ➤ | θα επιβραδύνομαι ➤ | θα επιβραδυνθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επιβραδύνεις, … | θα επιβραδύνεις, … | θα επιβραδύνεσαι, … | θα επιβραδυνθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επιβραδύνει έχω, έχεις, … επιβραδυμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … επιβραδυνθεί είμαι, είσαι, … επιβραδυμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επιβραδύνει είχα, είχες, … επιβραδυμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … επιβραδυνθεί ήμουν, ήσουν, … επιβραδυμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επιβραδύνει θα έχω, θα έχεις, … επιβραδυμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … επιβραδυνθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιβραδυμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | επιβράδυνε | επιβράδυνε | — | επιβραδύνσου |
2 pl | επιβραδύνετε | επιβραδύνετε | επιβραδύνεστε | επιβραδυνθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | επιβραδύνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας επιβραδύνει ➤ | επιβραδυμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | επιβραδύνει | επιβραδυνθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.