εξοντωτικόςexhausting Declension of εξοντωτικός αλληλοεξοντωτικός (alliloexontotikós, “mutually destructive, internecine”) εξοντώνω (exontóno, “to exterminate”)
αλληλοεξοντωτικόςmutually destructive, mutually exterminating, internecine Declension of αλληλοεξοντωτικός αλληλοκτόνος (alliloktónos) εξοντώνω (exontóno, “to exterminate”)
συντρίβωbattle, conflict) Synonyms: διαλύω (dialýo), εξουδετερώνω (exoudeteróno), εξοντώνω (exontóno) (figuratively) to cause deep sorrow, to cause someone to be