ενοικιάζω
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Byzantine Greek ενοικιάζω (enoikiázō, “to rent out”). By surface analysis, ενοίκι(ο) (enoíki(o), “rent”) + -άζω (-ázo).[1]
ενοικιάζω • (enoikiázo) (past ενοικίασα, passive ενοικιάζομαι, p‑past ενοικιάστηκα/ενοικιάσθηκα, ppp ενοικιασμένος)
Compare to the conjugation of the informal synonym νοικιάζω (noikiázo)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ενοικιάζω | ενοικιάσω | ενοικιάζομαι | ενοικιαστώ, ενοικιασθώ |
2 sg | ενοικιάζεις | ενοικιάσεις | ενοικιάζεσαι | ενοικιαστείς, ενοικιασθείς |
3 sg | ενοικιάζει | ενοικιάσει | ενοικιάζεται | ενοικιαστεί, ενοικιασθεί |
1 pl | ενοικιάζουμε, [‑ομε] | ενοικιάσουμε, [‑ομε] | ενοικιαζόμαστε | ενοικιαστούμε, ενοικιασθούμε |
2 pl | ενοικιάζετε | ενοικιάσετε | ενοικιάζεστε, ενοικιαζόσαστε | ενοικιαστείτε, ενοικιασθείτε |
3 pl | ενοικιάζουν(ε) | ενοικιάσουν(ε) | ενοικιάζονται | ενοικιαστούν(ε), ενοικιασθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ενοικίαζα | ενοικίασα | ενοικιαζόμουν(α) | ενοικιάστηκα, ενοικιάσθηκα |
2 sg | ενοικίαζες | ενοικίασες | ενοικιαζόσουν(α) | ενοικιάστηκες, ενοικιάσθηκες |
3 sg | ενοικίαζε | ενοικίασε | ενοικιαζόταν(ε) | ενοικιάστηκε, ενοικιάσθηκε |
1 pl | ενοικιάζαμε | ενοικιάσαμε | ενοικιαζόμασταν, (‑όμαστε) | ενοικιαστήκαμε, ενοικιασθήκαμε |
2 pl | ενοικιάζατε | ενοικιάσατε | ενοικιαζόσασταν, (‑όσαστε) | ενοικιαστήκατε, ενοικιασθήκατε |
3 pl | ενοικίαζαν, ενοικιάζαν(ε) | ενοικίασαν, ενοικιάσαν(ε) | ενοικιάζονταν, (ενοικιαζόντουσαν) | ενοικιάστηκαν, ενοικιαστήκαν(ε), ενοικιάσθηκαν, ενοικιασθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ενοικιάζω ➤ | θα ενοικιάσω ➤ | θα ενοικιάζομαι ➤ | θα ενοικιαστώ / ενοικιασθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ενοικιάζεις, … | θα ενοικιάσεις, … | θα ενοικιάζεσαι, … | θα ενοικιαστείς / ενοικιασθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ενοικιάσει έχω, έχεις, … ενοικιασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ενοικιαστεί / ενοικιασθεί είμαι, είσαι, … ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ενοικιάσει είχα, είχες, … ενοικιασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ενοικιαστεί / ενοικιασθεί ήμουν, ήσουν, … ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ενοικιάσει θα έχω, θα έχεις, … ενοικιασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ενοικιαστεί / ενοικιασθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ενοικίαζε | ενοικίασε | — | ενοικιάσου |
2 pl | ενοικιάζετε | ενοικιάστε | ενοικιάζεστε | ενοικιαστείτε, ενοικιασθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ενοικιάζοντας ➤ | ενοικιαζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ενοικιάσει ➤ | ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ενοικιάσει | ενοικιαστεί, ενοικιασθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• The forms with -σθ- are formal or dated. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.