εκμεταλλεύσιμος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from εκμεταλλεύ(ομαι) (ekmetallév(omai)) + -σιμος (-simos).[1]
εκμεταλλεύσιμος • (ekmetalléfsimos) m (feminine εκμεταλλεύσιμη, neuter εκμεταλλεύσιμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εκμεταλλεύσιμος (ekmetalléfsimos) | εκμεταλλεύσιμη (ekmetalléfsimi) | εκμεταλλεύσιμο (ekmetalléfsimo) | εκμεταλλεύσιμοι (ekmetalléfsimoi) | εκμεταλλεύσιμες (ekmetalléfsimes) | εκμεταλλεύσιμα (ekmetalléfsima) | |
genitive | εκμεταλλεύσιμου (ekmetalléfsimou) | εκμεταλλεύσιμης (ekmetalléfsimis) | εκμεταλλεύσιμου (ekmetalléfsimou) | εκμεταλλεύσιμων (ekmetalléfsimon) | εκμεταλλεύσιμων (ekmetalléfsimon) | εκμεταλλεύσιμων (ekmetalléfsimon) | |
accusative | εκμεταλλεύσιμο (ekmetalléfsimo) | εκμεταλλεύσιμη (ekmetalléfsimi) | εκμεταλλεύσιμο (ekmetalléfsimo) | εκμεταλλεύσιμους (ekmetalléfsimous) | εκμεταλλεύσιμες (ekmetalléfsimes) | εκμεταλλεύσιμα (ekmetalléfsima) | |
vocative | εκμεταλλεύσιμε (ekmetalléfsime) | εκμεταλλεύσιμη (ekmetalléfsimi) | εκμεταλλεύσιμο (ekmetalléfsimo) | εκμεταλλεύσιμοι (ekmetalléfsimoi) | εκμεταλλεύσιμες (ekmetalléfsimes) | εκμεταλλεύσιμα (ekmetalléfsima) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκμεταλλεύσιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκμεταλλεύσιμος, etc.)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.