διαταγήεντολή (entolí) Antonym: αντιδιαταγή (antidiatagí) Declension of διαταγή διάταγμα (diátagma, “edict, decree”) διατάζω (diatázo, “to order, to issue a command”)
απόφασηαποφάσεις) decision, ruling, verdict, judgement, resolution Synonyms: διάταγμα (diátagma), κρίση (krísi) Declension of απόφαση see: αποφασίζω (apofasízo
αναστέλλωsuspends the implementation of the Act/law. Ανεστάλησαν οι διορισμοί με διάταγμα. Anestálisan oi diorismoí me diátagma. The appointments were suspended
edictFrench: édit (fr) m Galician: edicto m, bando m German: Edikt (de) n Greek: διάταγμα (el) n (diátagma), χρυσόβουλο (el) n (chrysóvoulo) Ancient: δόγμα n (dógma)
declarationGreek: διάταγμα (el) (diátagma) Latin: fatum n