English
Sign in
AI tools
Top Qs
Timeline
Chat
Loading AI tools
All
Articles
Dictionary
Quotes
Map
αντάξια
From Wiktionary, the free dictionary
Found in dictionary
worthily
достойно (bg) (dostojno) Catalan: dignament (ca) French: dignement (fr) Greek:
αντάξια
(el) (antáxia), επάξια (el) (epáxia) Hungarian: érdemesen, érdemlegesen
αντάξιος
neuter nominative αντάξιος • αντάξιη • αντάξιο • αντάξιοι • αντάξιες •
αντάξια
• genitive αντάξιου • αντάξιης • αντάξιου • αντάξιων • αντάξιων • αντάξιων •