ανίσχυροςανίσχυρος • (aníschyros) m (feminine ανίσχυρη, neuter ανίσχυρο) powerless, impotent, feckless Synonyms: ασθενής (asthenís), αδύναμος (adýnamos), ελαφρύς
impossibleαδύνατο (el) (adýnato), αφόρητο (el) (afórito), απειλητικό (el) (apeilitikó), ανίσχυρο (el) (aníschyro), ανέφικτο (el) (anéfikto) Hungarian: lehetetlen (hu),