English
Sign in
AI tools
Top Qs
Timeline
Chat
Loading AI tools
All
Articles
Dictionary
Quotes
Map
Σκαραβαίος
From Wiktionary, the free dictionary
Found in dictionary
σκαραβαίος
From Ancient Greek κάραβος (kárabos).
σκαραβαίος
• (skaravaíos) m (plural σκαραβαίοι) scarab beetle
σκαραβαίος
on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
σκαραβαίου
σκαραβαίου • (skaravaíou) m Genitive singular form of
σκαραβαίος
(skaravaíos).
σκαραβαίους
σκαραβαίους • (skaravaíous) m Accusative plural form of
σκαραβαίος
(skaravaíos).
σκαραβαίε
σκαραβαίε • (skaravaíe) m Vocative singular form of
σκαραβαίος
(skaravaíos).
σκαραβαίο
σκαραβαίο • (skaravaío) m Accusative singular form of
σκαραβαίος
(skaravaíos).