Φάουλ
όρος του αθλητισμού για διάφορα είδη αντικανονικής ενέργειας From Wikipedia, the free encyclopedia
όρος του αθλητισμού για διάφορα είδη αντικανονικής ενέργειας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος φάουλ (αγγλικά: foul) στον αθλητισμό αναφέρεται σε διάφορα είδη αντικανονικής ενέργειας κάποιου παίκτη, στην απόφαση που παίρνει ο διαιτητής όταν ένας παίκτης κάνει αυτήν την αντικανονική ενέργεια, αλλά και στην εκτέλεση της ποινής, ανάλογα με το άθλημα. Η λέξη αποτελεί φωνητική απόδοση της αγγλικής λέξης foul που σημαίνει σφάλμα και η οποία προσδιορίζει στην αγγλική γλώσσα τις παραπάνω έννοιες.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Τα είδη των αντικανονικών ενεργειών και οι ποινές που επιφέρουν διαφέρουν από άθλημα σε άθλημα.
Η λέξη χρησιμοποιείται πλέον και εκτός αθλητισμού, μεταφορικά, σε εκφράσεις όπως είμαι φάουλ ή πιάνω κάποιον φάουλ.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.