Βιολοντσέλο
έγχορδο μουσικό όργανο / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το βιολοντσέλο ή, απλούστερα, τσέλο, είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι (μερικές φορές χρησιμοποιείται και ως νυκτό όργανο). Ανήκει στην οικογένεια των Βιολοειδών οργάνων. Έχει τέσσερις χορδές (από τη χαμηλότερη: ντο, σολ, ρε, λα), όπως και τα υπόλοιπα έγχορδα της οικογένειας και τονίζεται σε καθαρές πέμπτες. Έχει τις ίδιες χορδές με την βιόλα, αλλά χαμηλότερες κατά μία οκτάβα. Η μουσική για το βιολοντσέλο γράφεται γενικά στο κλειδί του μπάσου, με το κλειδί τενόρου και το κλειδί πρίμων που χρησιμοποιούνται για περάσματα υψηλότερης εμβέλειας.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Παίζεται από τσελίστα ή βιολοντσελίστα, απολαμβάνει ένα μεγάλο σόλο ρεπερτόριο με και χωρίς συνοδεία, καθώς και πολλά κοντσέρτα. Ως σόλο όργανο, το τσέλο χρησιμοποιεί όλο το φάσμα του, από μπάσο έως σοπράνο, και σε μουσική δωματίου όπως κουαρτέτα εγχόρδων και το τμήμα εγχόρδων της ορχήστρας, παίζει συχνά το μπάσο, όπου μπορεί να ενισχυθεί μια οκτάβα χαμηλότερα από τα κοντραμπάσα. Η μουσική μπάσο της εποχής του Μπαρόκ συνήθως προϋποθέτει ένα τσέλο, βιόλα ντα γκάμπα ή φαγκότο ως μέρος της ομάδας basso continuo μαζί με χορδιακά όργανα όπως εκκκλησιαστικό όργανο, τσέμπαλο, λαούτο ή θεόρμπο. Τα τσέλα βρίσκονται σε πολλά άλλα σύνολα, από σύγχρονες κινεζικές ορχήστρες μέχρι συγκροτήματα ροκ με τσέλο.
Ο τσελίστας, είναι πάντα καθιστός, τοποθετεί το βιολοντσέλο ανάμεσα στα πόδια του και το στηρίζει στο έδαφος με τη βοήθεια μίας ρυθμιζόμενης μεταλλικής ράβδου στήριξης. Πρόγονος του βιολοντσέλου είναι η βιόλα ντα γκάμπα, την οποία ο εκτελεστής συγκρατούσε ανάμεσα στις γάμπες του.
Το βιολοντσέλο έχει ένα πλούσιο και δυνατό ήχο. Είναι ένα απο τα πιο βασικά όργανα τόσο στη μουσική δωματίου όσο και στη συμφωνική ορχήστρα. Το σκάφος του (το ξύλινο σώμα) έχει μήκος 75 εκ. ενώ οι χορδές του είναι πιο παχιές από του βιολιού και της βιόλας και χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με το Κοντραμπάσο για να παίξει τις μπάσες νότες ενός μουσικού έργου, λόγω όμως της μεγάλης μουσικής του έκτασης, είναι εξίσου αξιόλογο και ως σόλο όργανο.
Το βιολοντσέλο πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη στα μέσα του 16ου αι. και αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο. Κατά καιρούς υπέστη πολλές τροποποιήσεις, ενώ στον Στραντιβάρι οφείλεται κυρίως ο καθορισμός του οριστικού τύπου και των διαστάσεων του βιολοντσέλου που είναι διπλό σε μέγεθος από τη βιόλα. Η άνοδος του οργάνου άρχισε στην Ιταλία τον 17o αι., με τον Μπαχ και τις Σουίτες του για σόλο βιολοντσέλο και σταδιακά άρχισαν να ανακαλύπτονται οι τεχνικές και οι εκφραστικές δυνατότητές του. Με τον ρομαντισμό, το βιολοντσέλο πήρε ξεχωριστή θέση στην ορχήστρα ως στοιχείο αυτόνομο, στο οποίο οι συνθέτες εμπιστεύονταν ορισμένα χαρακτηριστικά μουσικά θέματα ενώ έπαιξε αξιόλογο ρόλο και ως βασικός συντελεστής του κουαρτέτου εγχόρδων.
Ο Μπετόβεν, οι ρομαντικοί και ιδιαίτερα ο Βάγκνερ, συνέτειναν στην πλήρη ανεξαρτησία του και έγραψαν ειδικά έργα γι αυτό (Κοντσέρτα, Σονάτες Σονατίνες κ.ά), και το χρησιμοποίησαν στα είδη της μουσικής δωματίου, ισότιμα με το βιολί.