Ταμπού
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος ταμπού προέρχεται από τις γλώσσες της Πολυνησίας (λ.χ. Τόνγκα ή Φίτζι) και σημαίνει «απαγορευμένος».
![]() |
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Στην πρωταρχική του έννοια, αφορά πρωτόγονους πολιτισμούς, και σημαίνει το πρόσωπο ή το αντικείμενο που απαγορεύεται να πλησιάσει, να αγγίξει, να κατονομάσει ή να χρησιμοποιήσει κανείς, επειδή θεωρείται ιερό ή μιαρό. Το ταμπού θεωρείται μιαρό και ακάθαρτο, προξενώντας κακό σ' όποιον έρθει σε επαφή μ' αυτό. Έτσι, κατά συνέπεια, ταμπού σε μια γενικότερη σημασία είναι κάτι το απαγορευμένο με έννοια μαγική και δεισιδαιμονική.