Πραξεολογία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Στη φιλοσοφία, η πραξεολογία ή η πραξιολογία προέρχεται από τη σύνθεση της αρχαίας ελληνικής έννοιας ‘πράξη’ και του λόγου (ως σπουδής της πράξης), με την οποία προσδιορίζεται η θεωρία της ανθρώπινης δράσης, βασισμένη στην ιδέα ότι οι άνθρωποι εμπλέκονται σε σκόπιμη συμπεριφορά, σε αντίθεση με την αντανακλαστική και άλλες ακούσιες συμπεριφορές.
Η πραξεολογία είναι η μελέτη εκείνων των πτυχών της ανθρώπινης δράσης που μπορούν να αντιληφθούν a priori, με άλλα λόγια, ασχολείται με την εννοιολογική ανάλυση και τις λογικές συνέπειες της προαίρεσης, της επιλογής, της σχέσης σκοπού και μέσων υλοποίησης και ούτω καθεξής.
Οι βασικές αρχές της πραξεολογίας συζητήθηκαν για πρώτη φορά από τους Έλληνες φιλοσόφους, οι οποίοι τις χρησιμοποίησαν ως θεμέλιο για μια ευδαιμονιστική ηθική. Αυτή η προσέγγιση αναπτύχθηκε περαιτέρω από τους Σχολαστικούς που επέκτειναν την πραξεολογική ανάλυση στα θεμέλια της οικονομίας και της κοινωνικής επιστήμης.
Τον δέκατο ένατο αιώνα οι σημαντικότερες πραξεολογικές προσεγγίσεις έγιναν στις κοινωνικοοικονομικές επιστήμες, βασισμένες στην επιστημολογία του υλισμού, που καθορίστηκε συγκεκριμένα στις ‘Θέσεις για τον Feuerbach» του Κ. Μάρξ (1845) και στις ‘Έρευνες για τη μέθοδο των κοινωνικών επιστημών με ειδική αναφορά στα οικονομικά’ του Carl Menger (1883), που υπήρξε ο πρόδρομος της Αυστριακής Σχολής της Πραξεολογίας.
Ο όρος πραξεολογία εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην επιστήμη από τον μεταγενέστερο Αυστριακό οικονομολόγο Ludwig von Mises. Μαζί με τους μαθητές του (συμπεριλαμβανομένων των Friedrich Hayek και Murray Rothbard), ο Mises χρησιμοποίησε πραξεολογικές αρχές για να δείξει ότι πολλές υπάρχουσες οικονομικές και κοινωνικές θεωρίες ήταν εννοιολογικά ασυνεπείς.
Σύμφωνα με την επιστήμη της πραξεολογίας κάθε είδους πράξη είναι ένα διαδικαστικό, χωροχρονικά ενιαίο φαινόμενο, στο οποίο μπορούν να διακριθούν τρεις εννοιολογικά ανεξάρτητες περιοχές, οι οποίες, αν και δεν εμφανίζονται ως ξεχωριστές οντότητες είναι εξίσου απαραίτητες για την κατανόηση της πράξης. Αυτές είναι α) το ‘σχέδιο’ (ή αλλιώς πλάνο) ή η μορφή της πράξης, β) η πραγματική εκτέλεση της πράξης και γ) ο πράττων. Η μορφή της πράξης είναι κανονιστική, αφού ορίζει τα κριτήρια για την ορθή εκτέλεση και τους όρους επιτυχίας της πράξης. Η πραγματική εκτέλεση της πράξης είναι η πραγματική αναφορά της μορφής της πράξης στο εδώ και τώρα. Ως εκ τούτου, ο πράττων είναι ο φορέας της επιτελεστικότητας της πράξης, ο διαμεσολαβητής μεταξύ της μορφής της πράξης και της επιτελεστικής πραγματοποίησής της. Στην περίπτωση του σχεδιασμού αντικειμένων και προϊόντων o πράττων είναι ο μορφοδότης (designer), δηλαδή ο εκπαιδευμένος και ικανός φορέας της γνώσης του σχεδιασμού.
Ο Γάλλος κοινωνικός φιλόσοφος Alfred Espinas απέδωσε στον όρο τη σύγχρονη σημασία του και η πραξεολογία αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τρεις κύριες επιστημονικές ομάδες: την Αυστριακή Σχολή με επικεφαλής τον Ludwig von Mises, την Πολωνική Σχολή με επικεφαλής τον Tadeusz Kotarbiński και την Σκανδιναβική Σχολή με επικεφαλής τον Gunnar Skirbekk.