η ικανότητα να χρησιμοποιήσει ένα άτομο δύο ή περισσότερες γλώσσες From Wikipedia, the free encyclopedia
Δίγλωσσος είναι κάποιος ομιλητής που ομιλεί δυο ή περισσότερες γλώσσες. Στα αγγλικά αναφέρεται ως bilingual.
Κατά τον Bloomfield (1933:56)[1] δίγλωσσος είναι ο χρήστης δυο γλωσσών σε επίπεδο φυσικού ομιλητή. Ο Haugen (1953:7)[2] υποστήριζε οτι δίγλώσσος είναι αυτός που είναι ικανός να σχηματίσει -εν γνώσει του- εκφωνήματα με συγκεκριμένο νόημα σε μια άλλη γλώσσα πέραν της μητρικής του.
Σύμφωνα με την Skutnabb-Kangas (1984,1988)[3] μπορούμε να αξιολογήσουμε έαν κάποιος είναι δίγλωσσος μέσω τεσσάρων κριτηρίων:
Κριτήριο | Μητρική είναι η γλώσσα | Ένα άτομο είναι δίγλωσσο όταν |
---|---|---|
Προέλευση | την οποία ο ομιλητής έχει μάθει πρώτη | Α) Έχει μάθει δυο γλώσσες στο οικογενειακό του περιβάλλον από φυσικούς ομιλητές Β) Χρησιμοποιούσε παράλληλα από την αρχή δύο γλώσσες ως μέσο επικοινωνίας < |
Ικανότητα | την οποία ο ομιλητής κατέχει καλύτερα | α) έχει απόλυτη γνώση και των δυο γλωσσών β) έχει γνώση και των δυο γλωσσών παρόμοια με αυτή του φυσικού ομιλιτή γ) παράγει ορθά εκφωνήματα στην άλλη γλώσσα δ) έχει κάποια γνώση της γραμματικό-συντακτικής δομής της άλλης γλώσσας ε) έχει έρθει σε επάφη με μια άλλη γλώσσα |
Λειτουργία | την οποία ο ομιλιτής χρησιμοποιεί περισσότερο | χρησιμοποιεί (η μπορεί να χρησιμοποιήσει) δυο γλώσσες στις περισσότερες περιστάσεις |
Στάση | Α) την οποία ο ομιλιτής ταυτίζεται (εσωτερική ταύτιση Β) της οποίας οι άλλοι θεωρούν φυσικό ομιλιτή (εξωτερική ταύτιση) | α) αποκτά ταυτότητα ως άτομο με δυο γλώσσες και δυο κουλτούρες αναγνωρίζεται από τους άλλους ως γνώστης δυο γλωσσών/δίγλωσσος |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.