Η Πλουμέρια ή Πλουμερία (Plumeria, κοινές ονομασίες Φραντζιπάνι),[Σημ. 1]Ροδίτικο φούλι, Αιγυπτιακό φούλι ή Ινδικό φούλι, είναι γένοςανθοφόρων φυτών στην οικογένεια των Αποκυνίδων(Apocynaceae),[1] στην οποία ανήκει και το γένος Απόκυνον (Apocynum),[Σημ. 2] περιλαμβάνει κυρίως φυλλοβόλους θάμνους και μικρά δένδρα. Είναι εγγενές στην Κεντρική Αμερική, το Μεξικό, την Καραϊβική και τη Νότια Αμερική ως το μακρινό νότο, στη Βραζιλία[2][3] αλλά μπορεί να καλλιεργηθεί στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Στην Ελλάδα, συναντάται συχνά στα νότια μέρη, Ρόδο, Κρήτη, Κω κ.ά.
Η πλουμέρια συγγενεύει με την πικροδάφνη(Nerium oleander) καθώς και τα δύο είδη περιέχουν ένα ερεθιστικό υγρό, μάλλον παρόμοιο με εκείνον του Ευφόρβιου(Euphorbia).[Σημ. 3] Η επαφή με το υγρό[Σημ. 4][4] που ελευθερώνει, μπορεί να ερεθίσει τα μάτια και το δέρμα.[5] Κάθε ένα από τα διαφορετικά είδη πλουμέριας (Plumeria), φέρουν διαφορετικού σχήματος, εναλλασσόμενα φύλλα με ξεχωριστή μορφή και τρόπους ανάπτυξης. Τα φύλλα της Π. της λευκής (P. Alba), είναι αρκετά στενά και κυματοειδή, ενώ τα φύλλα της Π. της αγνής (P. pudica), έχουν επίμηκες σχήμα και γυαλιστερό, σκούρο πράσινο χρώμα. Η Π. η αγνή (P. pudica) είναι ένα από τα είδη που είναι πάντα ανθοφόρα και αειθαλή. Ένα άλλο είδος που διατηρεί τα φύλλα και άνθη του τον χειμώνα, είναι η P. obtusa η οποία αν και κατάγεται από την Κολομβία, η κοινή της ονομασία είναι «Σιγκαπούρη».
Τα άνθη της πλουμέριας είναι πιο αρωματικά το βράδυ, προκειμένου να δελεάσουν τους σκώρους σφίγγες (Sphingidae) για να τα γονιμοποιήσουν. Τα άνθη δεν έχουν νέκταρ, ωστόσο, απλά ξεγελούν τους επικονιαστές τους. Οι νυχτοπεταλούδες τις γονιμοποιούν κατά λάθος, μεταφέροντας τη γύρη από λουλούδι σε λουλούδι, στην άκαρπη αναζήτησή τους για το νέκταρ.
Τα είδη της πλουμέριας, μπορούν να πολλαπλασιαστούν[Σημ. 5] εύκολα την άνοιξη, από τις άκρες των χωρίς φύλλα μοσχευμάτων των βλαστών. Τα μοσχεύματα αφήνονται να στεγνώσουν στη βάση πριν από τη φύτευσή τους σε καλά στραγγιζόμενα εδάφη. Τα μοσχεύματα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στη σήψη, σε υγρά εδάφη.
Για να αξιοποιήσετε στο έπακρο ένα φυτό πλουμέρια, σε σχέση με την ανάπτυξη, το μέγεθος, την άνθιση και το άρωμα, υπάρχει μια λεπτή ισορροπία που πρέπει να διατηρηθεί. Στην ιδανική περίπτωση, μια πλουμέρια βρίσκεται στο στοιχείο της, όταν μπορεί να έχει άφθονο ήλιο και το απαραίτητο νερό, έτσι ώστε να διατηρείται η υγρασία του εδάφους ακριβώς πάνω από την κατάσταση ξηρότητας. Από την άλλη πλευρά, εάν το φυτό λαμβάνει μια μικρότερη ποσότητα ήλιου, τότε είναι απαραίτητη μια μικρότερη ποσότητα ποτίσματος - και πάλι, για να εξασφαλιστεί ότι υγρασία του εδάφους παραμένει ακριβώς πάνω από την κατάσταση ξηρότητας. Όσο περισσότερο ήλιο, τόσο περισσότερο νερό. Όσο λιγότερο ήλιο, τόσο λιγότερο νερό. Ένα κοινό λάθος των αρχάριων καλλιεργητών της πλουμέριας είναι το επιπλέον πότισμα όταν το φυτό δεν είναι σε θέση να εκτεθεί σε αρκετό ήλιο, οδηγώντας το έτσι σε ένα σαπισμένο ριζικό σύστημα. Αντιθέτως, εάν μια πλουμέρια είναι σε θέση να λαμβάνει τη μέγιστη έκθεση στον ήλιο, αλλά δεν ποτίζεται αρκετά, τότε θα ξεραθεί.
Ο πολλαπλασιασμός μπορεί επίσης να γίνει με την καλλιέργεια ιστών από μοσχεύματα, πρόσφατα επιμήκη στελέχη ή με ανάπτυξη σπόρων σε συνθήκες ασηψίας. Το κλάδεμα γίνεται καλύτερα το χειμώνα για τις ποικιλίες των φυλλοβόλων ή όταν επιδιώκονται μοσχεύματα.
Υπάρχουν περισσότερες από 300 επώνυμες ποικιλίες πλουμέριας.
Το γένος ονομάστηκε προς τιμήν του Γάλλου βοτανολόγου του 17ου αιώνα, Charles Plumier, ο οποίος ταξίδεψε στο Νέο Κόσμο τεκμηριώνοντας πολλά είδη φυτών και ζώων.[6] Η κοινή ονομασία «frangipani», προέρχεται από ένα μαρκήσιο του 16ου αιώνα της αρχοντικής οικογένειας Frangipani στην Ιταλία, οποίος δημιούργησε ένα άρωμα, όμοιο με το άρωμα της πλουμέριας. Πολλοί ομιλητές της Αγγλικής, επίσης, απλά χρησιμοποιούν τη γενόσημο ονομασία «πλουμέρια».
Στα Περσικά, η ονομασία του είναι «γιας» ("yas") ή «γιασμίν»" ("yasmin"). Στην Ινδία, η ονομασία του είναι "champa" ή "chafa", στα Τελούγκου (Telugu), είναι "Deva ganneru" (θεϊκό nerium), στα Manipuri, είναι "Khagi Leihao". Στη Χαβάη, η ονομασία του είναι «μελία» (melia), αν και στη κοινή χρήση εξακολουθεί να ονομάζεται «πλουμέρια». Στη Σρι Λάνκα, αναφέρεται ως "araliya" και (στα Αγγλικά), ως το «Δέντρο Ναός» ("Temple Tree"). Στην Καντώνα, είναι γνωστό ως "gaai daan fa" ή το δέντρο «λουλούδι κρόκου αυγού». Η ονομασία "Leelawadee" (που προέρχεται από την Ταϋλάνδη)[7][8] απαντάται κατά καιρούς. Στην Ινδονησία, όπου το λουλούδι συνήθως συνδέεται με τον πολιτισμό του Μπαλί, είναι γνωστό ως "Kamboja". Στην Γαλλική Πολυνησία, ονομάζεται δέντρο Tiare.
Στην Κεντρική Αμερική, οι πλουμέριες έχουν σύνθετη συμβολική σημασία για πάνω από 2000 χρόνια, με εντυπωσιακά δείγματα από τις περιόδους των Μάγια και των Αζτέκων, έως και σήμερα.[9]
Αυτά είναι τώρα κοινά πολιτογραφημένα φυτά στη νότια και νοτιοανατολική Ασία. Στις τοπικές λαϊκές δοξασίες, παρέχουν καταφύγιο στα φαντάσματα και τους δαίμονες. Η μυρωδιά της Πλουμέριας έχει συνδεθεί με ένα βαμπίρ στη λαογραφία της Μαλαισίας. Στην κουλτούρα των Πόντιανακ (της Ινδονησίας)· τα δέντρα φραντζιπάνι (frangipani) συχνά φυτεύονται στα κοιμητήρια. Και στις δύο κουλτούρες των Ινδουιστών και των Βουδιστών, συνδέονται με τους ναούς.
Σε αρκετά νησιά του Ειρηνικού, όπως η Ταϊτή, τα Φίτζι, η Σαμόα, η Χαβάη, η Νέα Ζηλανδία, η Τόνγκα και τα νησιά Κουκ τα φυτά πλουμέριας χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των λέις(leis).[10][Σημ. 6] Στη σύγχρονη Πολυνησιακή κουλτούρα το λουλούδι μπορεί να φορεθεί από τις γυναίκες για να δείξουν την κατάσταση της σχέσης τους - πάνω από το δεξί αυτί, εάν επιδιώκουν μια σχέση και πάνω από το αριστερό αυτί, εάν ήδη έχουν μια σχέση.
Η Πλουμερία η λευκή (P. alba) είναι το εθνικό λουλούδι της Νικαράγουας και του Λάος, όπου είναι γνωστό υπό την τοπική ονομασία «Sacuanjoche» (στη Νικαράγουα) και «Champa» (στο Λάος).
Σε ορισμένες κουλτούρες του Μπανγκλαντές, τα περισσότερα λευκά λουλούδια και ιδίως οι πλουμέριες (Μπενγκάλι চম্পা chômpa ή চাঁপা chãpa), συνδέονται με τις κηδείες και το θάνατο.
Στις Φιλιππίνες και την Ινδονησία, η πλουμέρια η οποία είναι γνωστή στα Ταγκαλόγκ (Tagalog) ως Kalachuchi, συχνά συνδέεται με τα φαντάσματα και τα νεκροταφεία. Οι πλουμέριες συχνά φυτεύονται στα κοιμητήρια και των δύο χωρών. Επίσης είναι κοινά καλλωπιστικά φυτά σε σπίτια, πάρκα, χώρους στάθμευσης κλπ. στις Φιλιππίνες. Οι Ινδουιστές στο Μπαλί χρησιμοποιούν τα λουλούδια στις προσφορές των ναών τους.
Ινδικά θυμιάματα, αρωματισμένα με πλουμέρια (Plumeria rubra), έχουν το «champa» στα ονόματά τους. Για παράδειγμα, το Nag Champa είναι ένα θυμίαμα που περιέχει ένα άρωμα που συνδυάζει την πλουμέρια και το σανταλόξυλο. Ενώ η πλουμέρια είναι ένα συστατικό στα Ινδικά θυμιάματα champa, η έκταση της χρήσης της κυμαίνεται μεταξύ των οικογενειακών συνταγών. Τα περισσότερα θυμιάματα champa, ενσωματώνουν επίσης άλλες ρητίνες δέντρων, όπως Halmaddi(Ailanthus triphysa) και ρητίνη Βενζόης, καθώς και άλλα φυτικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένης των Champaca(Magnolia Champaca), Γεράνι (Pelargonium graveolens) και Βανίλια (Vanilla planifolia) για να παραγάγουν ένα πιο έντονο άρωμα, σαν της πλουμέριας.[11]
Στη νότια Ινδία, στο δυτικό Γκατ (Καρνάτακα), οι ντόπιοι χρησιμοποιούν κρεμ χρώματος πλουμέρια στους γάμους. Ο γαμπρός και η νύφη ανταλλάσσουν στο γάμο, γιρλάντινα στεφάνια. Εναλλακτικά, ονομάζεται Devaganagalu ή Devakanagalu (η πλουμέρια του Θεού). Τα κόκκινου χρώματος άνθη, δεν χρησιμοποιούνται στους γάμους. Σε αυτές τις περιοχές βρίσκονται πλουμέριες, στους περισσότερους ναούς.
Στην παράδοση της Σρι Λάνκα, η πλουμέρια συνδέεται με τη λατρεία. Μια από τις ουράνιες κόρες στις τοιχογραφίες του 5ου αιώνα, του βράχου φρούριου Sigiriya[Σημ. 7] κρατά στο δεξί της χέρι ένα λουλούδι με 5 πέταλα, όπου είναι μια δυσδιάκριτη πλουμέρια.[12]
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τυποποίησης του Αμερικανικού Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης (USDA GRIN), η κοινή ονομασία Φραντζιπάνι, αναφέρεται μόνο στο είδος Πλουμερία η ερυθρά (Plumeria rubra).
Απόκυνον (Apocynum), γένος πολυετών, ποωδών, δηλητηριωδών φυτών, της οικογένειας των αποκυνίδων. Η ονομασία του γένους προέρχεται από τις λέξεις «από» και «κύων» και σημαίνει «δηλητήριο των σκυλιών». Από τα 25 είδη του γένους, το πιο κοινό είναι το "Α. το καννάβιvoν", φαρμακευτικό φυτό της Βόρειας Αμερικής, με άνθη λευκοπράσινα που ο χυμός του περιέχει το αλκαλοειδές αποκυνίνη. Οι ρίζες του χρησιμοποιούνται ως εμετικό, διουρητικό και καθαρτικό μέσο. Στη Βόρεια Αμερική, κλαδιά με καρπούς του είδους αυτού χρησιμοποιούνται για τη νάρκωση των ψαριών τα οποία έπειτα τα μαζεύουν εύκολα. Οι ίνες των βλαστών του χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σχοινιών και σπάγκων.
Με την ονομασία «Ευφορβία» υπάρχουν σήμερα σε όλο τον κόσμο 1000 περίπου φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των Ευφορβίδων. Από αυτά, 40 είδη απαντούν και στην Ελλάδα, τα οποία αποκαλούνται συνήθως Γαλατσίδες (λόγω του γαλακτώδους υγρού που βγαίνει από τον κορμό του φυτού όταν κοπεί).
Τα περισσότερα είδη των Ευφορβίδων είναι δηλητηριώδη για τον άνθρωπο. Προφυλάξεις: Αν και το Ευφόρβιον είναι από τα ελάχιστα είδη της οικογένειας των Ευφορβίδων που δεν είναι δηλητηριώδες για τον άνθρωπο, οι υπερβολικές δόσεις μπορούν να προκαλέσουν ναυτία και έμετο. Να μην λαμβάνεται μαζί με γλυκόριζα. Σε όλα σχεδόν τα είδη, όταν το φυτό πάθει ζημιά, ελευθερώνει ένα λευκό γαλακτώδες υγρό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες. Αν έρθει σε επαφή με το δέρμα ή τα μάτια πρέπει να ξεπλυθεί αμέσως με άφθονο νερό ή φρέσκο γάλα. Αν πάει στο μάτι είναι πολύ επικίνδυνο καθώς μπορεί να προκαλέσει τύφλωση, πρέπει κι'εδώ όπως και προηγουμένως να ξεπλυθεί αμέσως με άφθονο νερό ή φρέσκο γάλα. Όλα τα μέρη του φυτού είναι τοξικά. Ιστορικά στοιχεία: Κατά τον Πλίνιο (ο οποίος γράφει για την Euphorbia helioscopia) η ονομασία «Ευφόρβιον», οφείλεται στον Εύφορβον, γιατρό του Βασιλιά της Μαυριτανίας Τζούμπα, τον 2ο (30 π.Χ – 24 μ.Χ.).
Ο χυμός (Αγγλ. sap), είναι αυστηρός όρος της επιστήμης της Γενικής Βοτανικής που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην Φυσιολογία Φυτών και όχι οπουδήποτε. Συγκεκριμένα, είναι ΜΟΝΟΝ το πρωταρχικό υδατικό διάλυμα που κινείται στα αγγεία του φυτού με πολύπλοκες φυσικοχημικές διεργασίες (ώσμωση, τριχοειδικά φαινόμενα κ.ά.) και χρησιμεύει στην θρέψη του. Οποιοδήποτε υγρό παράγει το φυτό ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ και σε οποιοδήποτε σημείο του (βλαστό, φύλλα, άνθη, κ.ο.κ), ακόμη και αν προέρχεται από αυτό το διάλυμα, δεν είναι χυμός, με την ΑΥΣΤΗΡΗ βοτανική έννοια (sensu stricto). Επίσης, ο χυμός, δεν πρέπει να συγχέεται με το λατέξ, τη ρητίνη ή το κενοτόπιο(vacuole).
Ο πολλαπλασιασμός των φυτών είναι η διαδικασία δημιουργίας νέων φυτών από μία ποικιλία πηγών: σπόρους, μοσχεύματα, βολβούς και άλλα μέρη του φυτού. Ο πολλαπλασιασμός των φυτών μπορεί επίσης να αφορά την τεχνητή ή φυσική διασπορά των φυτών.
Το λέι (lei) είναι μια γιρλάντα ή στεφάνι. Πιο χαλαρά ορίζεται, ότι ένα λέι (πληθυντ.: λέις (leis)), είναι οποιαδήποτε σειρά από αντικείμενα περασμένα σε κλωστή, με πρόθεση να φορεθούν. Η πιο δημοφιλής έννοια του λέι στην κουλτούρα της Χαβάης, είναι ένα στεφάνι από λουλούδια που προσφέρεται ως ένδειξη στοργής, κατά την άφιξη ή την αναχώρηση.
Το Sigiriya (προφέρεται see-gi-ri-yə, Σινχαλέζικα: Βράχος λιονταριού), είναι ένα αρχαίο παλάτι που βρίσκεται στην κεντρική Επαρχία Matale, πλησίον της πόλης Νταμπούλα, στην Κεντρική Επαρχία, Σρι Λάνκα. Το όνομα αναφέρεται σε μια περιοχή ιστορικής και αρχαιολογικής σημασίας, όπου δεσπόζει μια τεράστια στήλη βράχου, ύψους σχεδόν 200 μέτρων (660 πόδια).
«Genus: Πλουμέρια (Plumeria)L.». Germplasm Resources Information Network. United States Department of Agriculture. 14 Μαρτίου 2003. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2010.