Παρασίτωση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο ελληνικός και διεθνής όρος παρασίτωση (parasitosis) χρησιμοποιείται ως ιατρικός όρος, δια του οποίου και χαρακτηρίζεται έτσι, η λοίμωξη που οφείλεται σε παράσιτο, και που μπορεί είτε να εκδηλώνεται με κλινικά συμπτώματα, οπότε και προσδιορίζεται ανάλογα η παρασιτική νόσος, είτε να μην εκδηλώνεται και να παραμένει κλινικά αφανής, όπου σε τέτοιες περιπτώσεις χαρακτηρίζεται λανθάνουσα παρασίτωση.
![]() |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Κυριότερες παρασιτώσεις είναι οι λεγόμενες ελμινθιάσεις, που μπορεί να οφείλονται σε νηματώδεις, τριματώδεις ή κεστώδεις σκώληκες, οι μυιάσεις και οι μυκητιάσεις. Οι παρασιτώσεις που οφείλονται σε προνύμφες παρασίτων, οι λεγόμενες προνυμφικές παρασιτώσεις που βρίσκονται στο στάδιο της επώασης, είναι γεγονός πως δεν καθίσταται δυνατή η ανίχνευσή τους με τα συνήθη διαγνωστικά μέσα όπως π.χ. στη μικροβιολογική εξέταση κοπράνων σε αναζήτηση ωών.
- Οι παρασιτώσεις που προκαλούνται από παράσιτα που δεν εισδύουν στο εσωτερικό του οργανισμού, δηλαδή από εξωπαράσιτα ονομάζονται κατ΄ επέκταση εξωπαρασιτώσεις.
![]() |
Αυτό το λήμμα σχετικά με την Ιατρική χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |