Ουζμπεκική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ουζμπεκική γλώσσα (O‘zbek tili ή O'zbekcha σε λατινικό αλφάβητο, Ўзбек тили ή Ўзбекча σε κυριλλικό αλφάβητο, أۇزبېك ﺗﻴﻠی σε αραβικό αλφάβητο) είναι μία Αλταϊκή γλώσσα και επίσημη γλώσσα του Ουζμπεκιστάν. Έχει περίπου 23.5 εκατ. ομιλητές και ομιλείται κυρίως από Ουζμπέκους στο Ουζμπεκιστάν και στην Κεντρική Ασία. Το λεξιλόγιο και η γραμματική της γλώσσας είναι πιο κοντινά στην Ουιγούρ γλώσσα, ενώ έχει επιρροές από την Περσική, τη Ρωσική και την Αραβική γλώσσα.
Ουζμπεκική γλώσσα | |
---|---|
Oʻzbek tili, Ўзбек тили και ئۇزبېك تیلى | |
Ταξινόμηση | Αλταϊκές γλώσσες
|
Σύστημα γραφής | λατινική γραφή, κυριλλικό αλφάβητο και αραβικό αλφάβητο |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Ουζμπεκιστάν Αφγανιστάν (3η επίσημη γλώσσα) |
Ρυθμιστής | Κρατικό Πανεπιστήμιο Ουζμπεκικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας της Τασκένδης |
ISO 639-1 | uz |
ISO 639-2 | uzb |
ISO 639-3 | uzb |
Η Ουζμπεκική γλώσσα θεωρείται άμεσος απόγονος της Τσανγκατάι γλώσσας. Γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Τσανγκατάι Χαν και Ταμερλάνου, ενώ αναδείχθηκε από τον ποιητή Αλί-Σιρ Ναβάι κατά τον 15ο και 16ο αιώνα. Μέχρι τον 19ο αιώνα η γλώσσα χρησιμοποιούνταν σπάνια στη λογοτεχνία. Μέχρι το 1921, η Ουζμπεκική γλώσσα, μαζί με τη Σαρτ θεωρούνταν δύο διαφορετικοί διάλεκτοι όμως, εκείνη τη χρονιά, ο όρος «Σαρτ» καταργήθηκε από τη Σοβιετική κυριαρχία ως υποτιμητικός. Με αυτόν τον τρόπο, όλοι οι Τουρκικοί πληθυσμοί του Τουρκεστάν θα ονομάζονταν Ουζμπέκοι, αν και πολλοί από αυτούς δεν είχαν καταγωγή από τη φυλή αυτή. Η γλώσσα περιέχει πολλά γλωσσικά δάνεια από την Περσική και την Αραβική γλώσσα.