Γκέι
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος γκέι χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα άτομο που έλκεται ερωτικά ή σεξουαλικά από το ίδιο φύλο ή που έχει σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου.
Η χρήση του όρου γκέι όσον αφορά την ομοφυλοφιλία χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά η χρήση του αυξήθηκε σταδιακά τον 20ό αιώνα.[1] Στα νεότερα αγγλικά, ο όρος γκέι έχει καταλήξει να χρησιμοποιείται ως επίθετο και σαν ουσιαστικό όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπους, συνήθειες και κουλτούρες συνδεδεμένες με την ομοφυλοφιλία. Στα τέλη του 20ού αιώνα, η λέξη γκέι είχε προταθεί από μεγάλες ΛΟΑΤ οργανώσεις και οδηγούς στυλ για να περιγράψουν τα άτομα που έλκονται από άτομα του ίδιου φύλου.[2][3] Περίπου την ίδια εποχή επικράτησε μία νέα υποτιμητική χρήση σε κάποια μέρη του κόσμου. Στην Αγγλόσφαιρα, η έννοια αυτής της ορολογία μεταξύ νέων συνομιλητών κυμαίνονταν σε ένα εύρος από χλευαστική έννοια (π.χ. ισοδύναμο με σκουπίδι ή χαζός) έως εύθυμος εμπαιγμός ή κοροϊδία (π.χ. ισοδύναμο με αδύναμος, άνανδρος ή με κουσούρι). Σε αυτή τη χρήση, η λέξη σπάνια έχει να κάνει με την ομοφυλοφιλία, εφόσον χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε κάποιο άψυχο αντικείμενο ή μια αφηρημένη
έννοια που αποδοκιμάζει κάποιος. Η έκταση που αυτή η χρήση εμπεριέχει έννοιες σχετικές με την ομοφυλοφιλία έχει συζητηθεί δημόσια αλλά δεν έχει γίνει δεκτή από όλους .[4][5]