μια ανώμαλη μάζα ιστού που είναι αποτέλεσμα ανώμαλου πολλαπλασιασμού των κυττάρων From Wikipedia, the free encyclopedia
Το νεόπλασμα (από την αρχαία ελληνική λέξη νέο + πλάσμα, "δημιούργημα") είναι μια ανώμαλη μάζα ιστού που είναι αποτέλεσμα της νεοπλασίας. Η νεοπλασία χαρακτηρίζεται από τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Πριν τη νεοπλασία, τα κύτταρα υφίστανται συχνά ένα ανώμαλο επίπεδο ανάπτυξης, όπως μεταπλασία ή δυσπλασία.[1] Εντούτοις, η μεταπλασία ή η δυσπλασία, δεν οδηγούν πάντα σε νεοπλασία. Η ανάπτυξη των νεοπλασματικών κυττάρων ξεπερνά, και δεν συντονίζεται, με την ανάπτυξη των κυττάρων των φυσιολογικών ιστών γύρω από αυτό. Η ανάπτυξη συνεχίζεται κατά τον ίδιο υπερβολικό τρόπο ακόμη και μετά την παύση των ερεθισμάτων. Προκαλεί συνήθως τη δημιουργία μιας μάζας ή ενός όγκου. Τα νεοπλάσματα μπορεί να είναι καλοήθη, προ-κακοήθη (καρκίνωμα in situ) ή κακοήθη (καρκινικά).
Στη σύγχρονη ιατρική, με τον όρο "όγκος" εννοούμε το νεόπλασμα που έχει διαμορφώσει μία μάζα. Στο παρελθόν ο όρος "όγκος" χρησιμοποιούνταν διαφορετικά. Μερικά νεοπλάσματα δε δημιουργούν μάζες.
Ένα νεόπλασμα μπορεί να είναι καλόηθες, δυνητικά κακόηθες, ή κακόηθες.[2]
Επειδή η νεοπλασία περιλαμβάνει πολύ διαφορετικές ασθένειες, είναι δύσκολο να βρεθεί ένας σφαιρικός ορισμός.[3] Ο ορισμός του Βρετανού ογκολόγου R.A. Willis είναι ευρέως αποδεκτός: "Νεόπλασμα είναι μια ανώμαλη μάζα ιστού, η αύξηση της οποίας υπερβαίνει και είναι ασυντόνιστη με αυτή των φυσιολογικών ιστών, και παραμένει σε αυτό το βαθμό ακόμη και μετά τη διακοπή του ερεθίσματος που προκάλεσε την αλλαγή."[4] Ο ορισμός υφίσταται έντονη κριτική επειδή μερικά νεοπλάσματα, όπως οι σπίλοι, δεν είναι αυξητικά.
Οι νεοπλασματικοί όγκοι συχνά περιέχουν περισσότερους από έναν τύπους κυττάρων, αλλά η κίνηση τους και η συνεχής τους ανάπτυξη εξαρτάται συνήθως από έναν μονάχα τύπο νεοπλασματικών κυττάρων. Αυτά τα κύτταρα θεωρείται ότι είναι μονοκλωνικά - δηλαδή, ότι είναι απόγονοι από ένα μόνο προγονικό κύτταρο.
Μερικές φορές, τα νεοπλασματικά κύτταρα φέρουν όλα την ίδια γενετική ή επιγενετική ανωμαλία, πράγμα που αποτελεί απόδειξη μονοκλωνικότητας. Για λεμφοειδή νεοπλάσματα, π.χ λεμφώματος και λευχαιμίας, η μονοκλωνικότητα αποδεικνύεται από την ενίσχυση μιας απλής αναδιάταξης του γονιδίου της ανοσοσφαιρίνης τους (για βλάβες Β κύτταρων) ή του γονιδίου του υποδοχέα Τ-κυττάρου (για Τ αλλοιώσεις κυττάρων). Η επίδειξη της μονοκλωνικότητας θεωρείται τώρα ότι είναι αναγκαίο για το χαρακτηρισμό ενός λεμφοειδούς κυτταρικού πολλαπλασιασμού ως νεοπλασματικό.[5]
Είναι δελεαστικό να οριστούν τα νεοπλάσματα ως μονοκλωνικοί κυτταρικοί πολλαπλασιασμοί, αλλά η επίδειξη της μονοκλωνικότητας δεν είναι πάντα δυνατή. Συνεπώς, η μονοκλωνικότητα δεν απαιτείται στον ορισμό της νεοπλασίας.
Όγκος (στα Λατινικά οίδημα, ένα από τα καρδινάλια συμπτώματα της φλεγμονής) σήμαινε αρχικά κάθε μορφής διόγκωσης, νεοπλασματικής ή όχι. Στα σύγχρονα αγγλικά, ωστόσο, τόσο στην ιατρική ορολογία όσο και στην καθημερινή, χρησιμοποιείται ο όγκος ως συνώνυμο του νεοπλάσματος.[6]
Κάποια νεοπλάσματα δε σχηματίζουν όγκο. Σε αυτά περιλαμβάνονται η λευχαιμία και κάποιες μορφές καρκινώματος in situ.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.