Μόλυνση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Γενικά ως μόλυνση χαρακτηρίζεται η οποιαδήποτε παρουσία παθογόνων μικροβίων είτε σε αντικείμενα κοινής χρήσης είτε ειδικότερα στην επιφάνεια ενός ζωντανού οργανισμού ή και την είσδυσή τους εντός αυτού. Μερικές φορές γίνεται λόγος για τη μόλυνση του περιβάλλοντος, ενώ συνήθως εννοείται η ρύπανση. Αν ωστόσο, μεταξύ των ρύπων υπάρχουν και παθογόνοι μικροοργανισμοί τότε και μόνο, γίνεται λόγος για μόλυνση.
![]() |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Είναι το πρώτο στάδιο του κύκλου μιας ασθένειας και έπεται της επώασης. Για να γίνει μία μόλυνση, σημαίνει ότι ο μικροοργανισμός έχει καταφέρει να ξεπεράσει τους μηχανισμούς της εξωτερικής άμυνας του οργανισμού, δηλαδή το δέρμα του, τις κοιλότητες του και τις εξωτερικές εκκρίσεις του. Ο οργανισμός μόλις εντοπίσει μία μόλυνση αντιδρά μέσω του ανοσοποιητικού συστήματος.
Η μόλυνση μπορεί να αποφευχθεί γενικά τηρώντας τους κανόνες υγιεινής. Η προσωπική υγιεινή του καθενός είναι προσωπική του υπόθεση, ενώ για τα παιδιά είναι υπεύθυνοι οι γονείς και οι κηδεμόνες του. Υπάρχουν και γενικοί κανόνες υγιεινής και σχετικοί έλεγχοι, για να διασφαλιστεί η δημόσια υγιεινή, από ειδικούς ελεγκτές τους αστίατρους.
Η μόλυνση πρέπει να διακρίνεται από τον όρο λοίμωξη που συνδέεται αποκλειστικά με φλεγμονή.