From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Ιππότες του Ναού ή Ναΐτες (γαλλ. Templiers, ισπ. Τemplarios, πορτογ. Templários, αγγλικά: Templars) γνωστοί και ως Φτωχοί Συστρατιώτες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα (λατινικά: Pauperes commilitones Christi Templique Solomonici) αποτέλεσαν ένα από τα πρώτα στρατιωτικά τάγματα στην ιστορία.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ναΐτες Ιππότες | |
---|---|
Τμήμα της σφραγίδας των ιπποτών | |
Ενεργό | 1119–1312 |
Πίστη | στον Πάπα |
Τύπος | Ιπποτικό Τάγμα Χριστιανικά χρηματοοικονομικά |
Ρόλος | Προστασία των Χριστιανών Προσκυνητών |
Δύναμη | 15.000-20.000 μέλη, το 10% των οποίων ήταν ιππότες |
Αρχηγείο | Όρος του Ναού, Ιερουσαλήμ |
Προστάτης | Άγιος Βερνάρδος του Κλαιρβώ |
Χρώματα | Λευκός μανδύας με ερυθρό σταυρό |
Μασκότ | Δύο ιππότες ιππεύουν ένα άλογο |
Διοίκηση | |
Πρώτος Μέγας Μάγιστρος | Ούγος ντε Παιν |
Τελευταίος Μεγ. Μάγιστρος | Ζακ ντε Μολέ |
Διακριτικά | |
Έμβλημα |
Το τάγμα αυτό ιδρύθηκε στον απόηχο της Α΄ Σταυροφορίας, το 1118 μ.Χ. με σκοπό να βοηθήσει το χριστιανικό νεοϊδρυθέν Βασίλειο της Ιερουσαλήμ να διατηρηθεί ενάντια των μουσουλμάνων γειτόνων του και να εξασφαλίσει την ασφαλή και ελεύθερη προσέλευση του μεγάλου αριθμού των Ευρωπαίων προσκυνητών που συνέρρεαν στην Ιερουσαλήμ, μετά την κατάκτησή της από τους Σταυροφόρους. Το όνομά τους παραπέμπει στο ιστορικό αρχηγείο τους που βρίσκεται σε ένα τμήμα του Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ, περιοχή που ονομαζόταν Templum Salomonis. Η ονομασία αυτή πιθανολογείται ότι προέρχεται από το γεγονός ότι στο Όρος του Ναού βρισκόταν ο περίφημος Ναός του Σολομώντα που χτίστηκε περίπου το 950 π.Χ. και που αργότερα καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε αρκετές φορές. Το τμήμα αυτό οι Ιππότες του Ναού μετονόμασαν σε Templum Domini, δηλαδή «Ναό του Θεού».
Οι Ναΐτες ήταν οργανωμένοι σαν μοναστικό τάγμα, ακολουθώντας έναν Κανόνα που έφτιαξε γι' αυτούς ο Άγιος Βερνάρδος του Κλαιρβώ (Saint Bernard de Clairvaux). Το τάγμα διέθετε υψηλές διασυνδέσεις και γρήγορα εξελίχθηκε σε βασικό υποκινητή της διεθνούς πολιτικής την εποχή των Σταυροφοριών. Εγκαίρως, οι Ναΐτες προικίστηκαν με πολλές και εξαιρετικά ευνοϊκές γι' αυτούς Παπικές Βούλες (όπως η Omne Datum Optimum) που μεταξύ άλλων τους επέτρεπαν να επιβάλλουν φόρους και να εισπράττουν τον φόρο της δεκάτης στις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχό τους. Όλα αυτά τους βοήθησαν ώστε να επιτύχουν μία γρήγορη ενίσχυση της κοσμικής εξουσίας τους.
Κάθε χώρα είχε έναν Μάγιστρο (Magister) του τάγματος και όλες οι χώρες ελέγχονταν από τον Μεγάλο Μάγιστρο (Grand Magister). Το αξίωμα του Μεγάλου Μαγίστρου ήταν ισόβιο και τα βασικά του καθήκοντα ήταν να επιβλέπει τις δραστηριότητες του τάγματος στην Ανατολή και τις οικονομικές κτήσεις του τάγματος στη Δύση.
Υπήρχαν 4 κατηγορίες (μεραρχίες) αδελφών του Τάγματος:
Κάθε ιππότης είχε στη διάθεσή του περίπου 10 άτομα σε θέσεις υποστήριξης. Κάποιοι αδελφοί του τάγματος ήταν αποκλειστικά αφοσιωμένοι στις τραπεζικές δραστηριότητες, αφού συχνά το τάγμα διαχειριζόταν πολύτιμα αγαθά από τους συμμετέχοντες στις Σταυροφορίες.
sed Nomini Tuo da gloriam
(Όχι σ΄ εμάς Κύριε, όχι σ΄ εμάς,
Η πολεμική ιαχή των Ιπποτών του Ναού
Μετά την Α΄ Σταυροφορία δημιουργείται το χριστιανικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ με πρώτο βασιλιά τον Βαλδουίνο της Βουλώνης που έλαβε το όνομα Βαλδουίνος ο A΄. Ως πρώτος Πατριάρχης εγκαθίσταται ο Δαϊμβέρτος (Daimbert). Η μεγάλη απειλή για το βασίλειο αυτό ήταν οι Σαρακηνοί οι οποίοι νικήθηκαν κατά τη Σταυροφορία αλλά δεν εξοντώθηκαν. Επιπροσθέτως οι Σαρακηνοί έλεγχαν ένα μεγάλο αριθμό οχυρών στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης τα οποία οι χριστιανοί ήθελαν να καταλάβουν. Οι χριστιανοί ήταν δύσκολο να καταφέρουν να ελέγξουν ολόκληρη την περιοχή της Παλαιστίνης και όχι μόνο την πόλη της Ιερουσαλήμ. Συνεπώς, η ζωή σε εκείνη την περιοχή δεν είναι εύκολη ούτε για τους νέους κατοίκους, αλλά ούτε και για τους προσκυνητές που συρρέουν μαζικά από ολόκληρη την Ευρώπη.
Η ιστορία των Ιπποτών του Ναού είναι συνδεδεμένη με τον Κόμητα Ούγο της Καμπανίας (Hugo de la Champagne). Το 1104 ο κόμης επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ με μία ακολουθία υποτελών του ιπποτών. To 1108 ο κόμης επιστρέφει στην Ευρώπη και το 1114 επανέρχεται στην Ιερουσαλήμ συνοδευόμενος από τον υποτελή του ιππότη Ούγο ντε Παιν (Hugues de Payns). Άγνωστο παραμένει το αν ο Ούγος ντε Παιν ακολούθησε τον άρχοντά του στο πρώτο του ταξίδι. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βαλδουίνου του Β΄ που στο μεταξύ είχε διαδεχτεί τον Βαλδουίνο τον Α΄ στον θρόνο της Ιερουσαλήμ, το 1118, ο Ούγος ντε Παιν μαζί με άλλους 8 ιππότες παρουσιάστηκαν στον βασιλιά και του πρότειναν την ίδρυση μίας κοινότητας ιπποτών που θα ακολουθούσε τον κανόνα θρησκευτικού τάγματος και θα αφιερωνόταν στην προστασία των προσκυνητών. To ίδιο έπραξαν και με τον Πατριάρχη Βαρμούνδο του Πικινύ (Warmund de Picquigny) που είχε διαδεχτεί τον Δαϊμβέρτο. Είχαν σκεφτεί να ακολουθήσουν τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου (Augustine of Hippo). Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από τον βασιλιά και τον Πατριάρχη.
Οι 9 αυτοί ιππότες ήταν οι εξής:
Οι ιππότες αυτοί, την ημέρα των Χριστουγέννων του 1119 στον ναό του Αγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ ενώνονται με τους τρεις κλασσικούς μοναστικούς όρκους για πενία, αγνότητα, υποταγή και έναν επιπλέον όρκο για προστασία των προσκυνητών, παρουσία του Πατριάρχη.
Έτσι, λοιπόν, συγκροτείται ο πρώτος πυρήνας του Τάγματος των Φτωχών Ιπποτών του Χριστού. Αυτό είναι ένα τάγμα μοναστικό, που όμως τα μέλη του διαθέτουν σπαθί και πανοπλία. Αρχικά ζούσαν ζητώντας ελεημοσύνη και για τον λόγο αυτό έγιναν γνωστοί με αυτό το όνομα. Στο ξεκίνημά τους δε φορούσαν κάποια ξεχωριστή ενδυμασία, αλλά τα απλά ρούχα του επαγγέλματος του καθενός. Ο βασιλιάς Βαλδουίνος Β΄ και ο Πατριάρχης τους δίνουν αμέσως χρηματική βοήθεια μέσω εκκλησιαστικών εισοδημάτων. Τους προσφέρουν, επίσης, κατάλυμα στο Όρος του Ναού, και πιο συγκεκριμένα σε ένα τμήμα του παλατιού που είχε φτιάξει ο Βαλδουίνος ο Β' μέσα στο τέμενος Αλ-Ακσά (Al-Aqsa, νότιο τμήμα του Όρους). Στο Όρος του Ναού πιστευόταν ότι βρίσκονται τα ερείπια του ναού του Σολομώντος. Έτσι, λοιπόν, το πλήρες τους όνομα διαμορφώνεται σε Pauperes commilitones Christi Templique Salomonici (γαλλ. Pauvres Chevaliers du Christ et du Temple de Salomon). Όσον αφορά τις αρχικές προθέσεις των ιπποτών αυτών πιστεύεται ότι ενδέχεται απλώς να επιθυμούσαν να ιδρύσουν μία μονή ή μία αδελφότητα στην Παλαιστίνη. Ο Μιχαήλ της Συρίας, ένας ιστορικός της εποχής υποστηρίζει ότι ο Βαλδουίνος ήταν εκείνος που έπεισε τον Ούγο ντε Παιν και τους άλλους οκτώ να παραμείνουν μάχιμοι ιππότες. Αυτό γιατί είχε αντιληφθεί ότι ήταν πολύ δύσκολο να βάλει σε τάξη το βασίλειό του.
Η περίοδος της μεγάλης ισχύος των Ναϊτών αρχίζει λίγο μετά την ίδρυσή τους όταν αποκτούν την υποστήριξη του Αγίου Βερνάρδου του Κλερβώ ο οποίος υπήρξε και ο αναμορφωτής του μοναστικού τάγματος των Κιστερκιανών μοναχών. Ο Άγιος Βερνάρδος όταν αντιλαμβάνεται την ύπαρξη και τις προθέσεις του πρώτου πυρήνα των Ναϊτών διαισθάνεται ότι η ιδέα τους μπορεί να αξιοποιηθεί, και έτσι στηρίζει τους 9 πρώτους τυχοδιώκτες, αναγνωρίζοντάς τους επίσημα ως ένα στρατιωτικό και θρησκευτικό τάγμα και τους οποίους μεταμορφώνει σε Στρατιώτες του Χριστού (Militia Christi). Επίσης, ο Άγιος Βερνάρδος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σύνταξη του όρκου που έδιναν όλοι οι Ναΐτες, ένας όρκος που ονομάστηκε Κανόνας των Ναϊτών. Το 1128 μ.Χ. συγκαλεί σύνοδο στην Τρουά της Γαλλίας για να καθορίσει τι ακριβώς είναι οι νέοι αυτοί μοναχοί-στρατιώτες, και μερικά χρόνια αργότερα γράφει το εγκώμιο αυτών των Στρατιωτών του Χριστού και ετοιμάζει τον Κανόνα που αποτελείται από 72 άρθρα, ο οποίος περιλαμβάνει εκτός από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που θα διέπουν το τάγμα, και εξαντλητικές λεπτομέρειες που αφορούν τις καθημερινές δραστηριότητες των ιπποτών. Με τον κανόνα αυτό υιοθετείται και το φημισμένο λευκό ράσο, που προερχόταν από τους Κιστερκιανούς μοναχούς, προσθέτοντας σε αυτό έναν κόκκινο σταυρό. Ορισμένες ενδεικτικές υποχρεώσεις για τους ιππότες που περιλαμβάνονται στον κανόνα του τάγματος είναι οι εξής:
Επίσης, ο κανόνας επιμένει ιδιαίτερα στον όρκο αγνότητας μιας και οι Ναΐτες ήταν μοναχοί που δεν ζούσαν σε μοναστήρια αλλά ζούσαν μέσα στον κόσμο και πολεμούσαν. Τονίζεται, λοιπόν, στον κανόνα ότι η συναναστροφή με γυναίκες είναι πολύ επικίνδυνη και ότι οι ιππότες δεν επιτρέπεται να ασπάζονται παρά μόνο τη μητέρα τους, την αδερφή τους και τη θεία τους.
Όταν το τάγμα σταμάτησε τη στρατιωτική του δράση, αρκετά αργότερα από την ίδρυσή του, συντάχθηκαν τα Retraits που αποτελούσαν κάποιους κανονισμούς του τάγματος. Οι κανονισμοί αυτοί θέσπιζαν ένα σύστημα κανόνων και τελετουργικών. Κάποιες από τις απαγορεύσεις που περιλαμβάνονταν ήταν οι εξής:
Οι κανονισμοί αυτοί, λοιπόν, θεσπίστηκαν μετά το τέλος της δράσης του τάγματος για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες που δημιουργούνται σε ένα στρατό που πλήττει επειδή ο πόλεμος τελείωσε. Αποτελούν ενδεικτικό στοιχείο για την επικρατούσα συμπεριφορά των ιπποτών εκείνης της περιόδου.
Εύλογα γεννάται το ερώτημα ποιοι ήταν αυτοί που ίδρυσαν το Τάγμα και αργότερα κατατάσσονταν σ' αυτό. Πιθανότατα ο Ούγος ντε Παιν και οι υπόλοιποι 8 πρώτοι να ήταν απλώς κάποιοι ιδεαλιστές που μαγεύτηκαν από τον μυστικισμό της πρώτης σταυροφορίας. Αργότερα, όμως, το τάγμα προσελκύει άτομα που αναζητούν περιπέτειες μιας και το νέο βασίλειο της Ιερουσαλήμ είναι ένας πολλά υποσχόμενος τόπος εκείνη την εποχή. Κάποια άλλα μέλη προσελκύονται επειδή στην πατρίδα τους δεν έχουν πολλές προοπτικές ή βρίσκονται σε δυσμενή θέση και επιθυμούν να ξεφύγουν από μία δύσκολη κατάσταση, αφού το τάγμα παρέχει όχι μόνο σίγουρη κάλυψη των βιοτικών αναγκών των μελών του, αλλά και πλούσιες εμπειρίες σε ένα μακρινό τόπο. Πιθανολογείται ότι όταν πλέον το τάγμα είχε γίνει ισχυρό και είχε εξαπλωθεί επιζητούσαν να καταταγούν ακόμα και άτομα που είχαν καλή θέση στην πατρίδα τους αφού, άλλωστε, δεν χρειαζόταν πια να εργαστεί κάποιος στους Αγίους Τόπους για να γίνει Ναΐτης, μπορούσε να καταταγεί και στο σπίτι του.
Οι Ναΐτες μεταξύ δωρεών, ενόπλων κατακτήσεων και προμηθειών από οικονομικές επιχειρήσεις, μετατράπηκαν σε πολυεθνική εταιρεία. Για τη διαχείριση, λοιπόν, όλων αυτών των υποθέσεων είχαν ανάγκη από ανθρώπους με οξύνοια και ιδιαίτερες ικανότητες, οι οποίοι κατόρθωσαν να πείσουν τον τότε Πάπα Ιννοκέντιο τον Β' να τους παραχωρήσει εξαιρετικά προνόμια. Τα προνόμια αυτά είναι:
Γίνεται, λοιπόν, εμφανές ότι το τάγμα αποτελεί πλέον μία μορφή επιχείρησης στην οποία κανείς δεν μπορεί να αναμιχθεί. Έτσι, γίνεται κατανοητό ότι οι επίσκοποι και οι βασιλείς δεν τους βλέπουν με συμπάθεια όμως δεν μπορούν και να κάνουν χωρίς αυτούς για λόγους στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος. Οι σταυροφόροι που εξεστράτευσαν εκείνη την εποχή προς τους Αγίους Τόπους δρούσαν πρόχειρα και χωρίς να έχουν ένα σταθερά εδραιωμένο σκοπό. Αντιθέτως, οι Ναΐτες ζούσαν σε εκείνες τις περιοχές σαν να ήταν σπίτι τους, γνώριζαν το έδαφος, την πολεμική τέχνη, αλλά και πως να διαπραγματεύονταν με τον εχθρό.
Το τάγμα των Ιπποτών του Ναού από την αρχή της ύπαρξής του είχε δεχτεί τεράστιες δωρεές και σταδιακά δημιούργησε προτεκτοράτα του σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ενδεικτικό είναι ότι ο Αλφόνσος της Καστίλλης και της Αραγωνίας τους χάρισε μία ολόκληρη περιοχή και με τη διαθήκη του τους κληροδότησε το βασίλειό του σε περίπτωση που θα πέθαινε χωρίς διάδοχο. Οι Ναΐτες στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τον εμπιστεύτηκαν και συμβιβάστηκαν με τη μεταβίβαση σε αυτούς 6 κάστρων στην Ισπανία. Επίσης, ο βασιλιάς της Πορτογαλίας τους χάρισε ένα δάσος το οποίο, όμως, ήταν ακόμα στην κατοχή των Σαρακηνών. Επιτέθηκαν στους Σαρακηνούς, και αφού τους συνέτριψαν, ίδρυσαν την πόλη Κοΐμπρα. Από αυτά γίνεται φανερό ότι ένα μέρος των Ναϊτών πολεμάει στην περιοχή της Παλαιστίνης, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται στην Ευρώπη.
Με το πέρασμα του χρόνου το τάγμα των Ναϊτών ασχολείται έντονα με τραπεζικές δραστηριότητες. Οι Ναΐτες δημιούργησαν στην ουσία το πρώτο τραπεζικό σύστημα και ανακάλυψαν τις επιταγές (για την ακρίβεια ένα είδος φορτωτικής) πολύ πριν από τους Φλωρεντινούς τραπεζίτες. Όταν κάποιος επιθυμούσε να μεταβεί στην περιοχή της Παλαιστίνης, χρειαζόταν χρήματα και αν δεν αισθανόταν ασφαλής να ταξιδέψει τόσο μακριά με κοσμήματα και χρυσάφι στην κατοχή του, μπορούσε να απευθυνθεί στους Ναΐτες της Γαλλίας, της Ισπανίας ή της Ιταλίας, να πάρει ένα ομόλογο και ακολούθως να εισπράξει τα χρήματά του όταν θα έφθανε στην Παλαιστίνη. Ανακάλυψαν, λοιπόν, την πρώτη μορφή επιταγής.
Μία ένδειξη των ισχυρών πολιτικών διασυνδέσεων των Ναϊτών είναι ότι η ενασχόλησή τους με τις τραπεζικές εργασίες δεν οδήγησε σε αύξηση της εσωτερικής αμφισβήτησης μέσα στο τάγμα, αλλά και γενικότερα στην εκκλησία. Αυτό δείχνει ότι διέθεταν ισχυρή κάλυψη, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε εκκλησιαστικό επίπεδο. Οι κατηγορίες αυτές παραμερίστηκαν με τη δικαιολογία ότι οι Ναΐτες διατηρούσαν δικαιώματα εκμετάλλευσης των υποθηκευμένων σε αυτούς περιουσιών. Οι Ναΐτες είχαν επινοήσει κώδικες με τους οποίους έκαναν τις συναλλαγές τους σε όλα τα σημεία της Ευρώπης.
Την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου του 1307 πολλοί Ναΐτες στη Γαλλία συνελήφθησαν κατόπιν μυστικών εντολών του βασιλιά Φιλίππου Δ΄ του Ωραίου, ο οποίος εποφθαλμιούσε τα πλούτη τους. Ο τελευταίος με την υποστήριξη του Πάπα Κλήμη του Ε' ο οποίος κατάργησε το τάγμα, δήμευσε όλη τους την περιουσία (συμπεριλαμβανομένων και τεράστιων εκτάσεων γης). Πολλά υψηλόβαθμα στελέχη του τάγματος, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου Μεγάλου Μάγιστρου Ζακ ντε Μολέ (Jacques de Molay), υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια και κάηκαν στην πυρά. Νεότερες ανακαλύψεις έχουν φέρει στο φως έγγραφα της δίκης τα οποία φανερώνουν ότι παρά το γεγονός ότι είχαν κατηγορηθεί για αιρετικές δοξασίες κατά τις μυητικές τελετές τους, στη δίκη που έγινε έπεισαν τον Πάπα πως ήταν αθώοι και ότι η καταδίκη τους ήταν αποτέλεσμα της συκοφάντησής τους από τον βασιλιά Φίλιππο.[1]
Το τραπεζικό σύστημα που οι Ναΐτες είχαν εγκαθιδρύσει στην Ευρώπη είχε ενοχλήσει τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, καθώς πολλοί ευγενείς υποστήριζαν τους Ναΐτες με τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία θα μπορούσαν να κατέληγαν στα ταμεία της Εκκλησίας αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Ύστερα από την εξόντωση των Ναϊτών, άλλα ιπποτικά τάγματα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις τραπεζικές τους δραστηριότητες.
Η Κατάργηση του Τάγματος των Ναϊτών αποφασίστηκε από την Παπική Σύνοδο της Βιέν το 1312, η οποία και εξέδωσε μια σειρά από παπικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων ήταν η «Vox Excelso», με την οποία διαλύθηκε επίσημα το Τάγμα, και η «providam Ad», με την οποία πολλά περιουσιακά στοιχεία των Ναϊτών μεταβιβάστηκαν τελικά στους Ιωαννίτες ιππότες. Στην απόφαση αυτή εναντιώθηκαν πολλοί Ηγεμόνες της Ευρώπης και κυρίως ο Βασιλεύς της Πορτογαλίας και κάποιοι ηγεμόνες της Ισπανίας. Άλλοι δε Ευγενείς, που ήταν αρχικά ευνοϊκά προσκείμενοι απέναντι στους Ναΐτες, τους αποκήρυξαν φοβούμενοι τον αφορισμό από τον Πάπα. Από τις λίγες εξαιρέσεις ήταν ο Ρόμπερτ Μπρους της Σκωτίας, ο οποίος είχε ήδη αφοριστεί. Κατά συνέπεια, αρκετοί Ναΐτες διέφυγαν στη Σκωτία. Πιστεύεται ότι το Σκωτικό Τεκτονικό Τάγμα έχει τις ρίζες του στο τάγμα των Ιπποτών του Ναού.
Η εκτέλεση στην πυρά του Μεγάλου Μαγίστρου, των Μαγίστρων της Ακουϊτανίας και της Νορμανδίας και του Μεγάλου Επιθεωρητή του Τάγματος διατάχθηκε με προσωπική παρέμβαση του Βασιλέως της Γαλλίας Φιλίππου και εκτελέστηκε, στις 11 Μαρτίου, (ή 18 Μαρτίου), ημέρα Δευτέρα,[2] του 1314 στο Παρίσι την ίδια ημέρα που καταδικάστηκαν σε «ισόβια φυλάκιση», μετά την αναίρεση των απολογιών τους καταγγέλλοντας δημόσια ότι αυτές είχαν αποσπαστεί με απάτες και βασανισμούς.
Συγκεκριμένα το πρωί της ημέρας αυτής στον ανοικτό χώρο μπροστά από τον μητροπολιτικό ναό της Παναγίας των Παρισίων, επί της νήσου Σιτέ (Ιλ ντε λα Σιτέ) είχε στηθεί ειδική εξέδρα προ της οποίας είχαν λάβει θέση ιεροδικαστές της Ιεροεξεταστικής Επιτροπής ενώ γύρω από τον χώρο είχε συρρεύσει πλήθος κόσμου για να παρακολουθήσει τη δημόσια καταδίκη των μεγάλων αξιωματούχων του Τάγματος του Ναού. Σκοπός της επιτροπής ήταν η δημόσια απαγγελία του κατηγορητηρίου μετά την απόσπαση της τελευταίας δημόσιας ομολογίας των Ναϊτών και στη συνέχεια η καταδίκη. Την επιτροπή αυτή αποτελούσαν ο Αρνώ ντε Φαρζέ (ανηψιός του Πάπα Κλήμη του Ε΄), ο Αρνώ ντε Νοβέιγ (παπικός τοποτηρητής της Γαλλίας), ο Νικολά ντε Φρωβίγ (εξομολογητής και μυστικοσύμβουλος του Βασιλέως) και ο Φιλίπ ντε Μαρινύ (αρχιεπίσκοπος της Σενς, ως βασιλικός και παπικός επίτροπος, ουσιαστικά πρόεδρος).
Γύρω στις 10:00 οι αξιωματούχοι Ναΐτες που βρίσκονταν φυλακισμένοι στον μεγάλο Πύργο του Ναού, πρώην ιδιοκτησία τους που τους είχε κατασχεθεί, μεταφέρθηκαν στον χώρο αλυσοδεμένοι πάνω σε κάρο όπου και τους ανέβασαν στην εξέδρα, υποχρεώνοντάς τους να γονατίσουν προς την επιτροπή. Στη συνέχεια λαμβάνοντας τον λόγο κάποιος καρδινάλιος διαβάζοντας και ολοκληρώνοντας το κατηγορητήριο, διέκοψε για να απαγγείλει την καταδικαστική απόφαση που ήταν: «ισόβια φυλάκιση, με μοναδική τροφή «το ψωμί του πόνου και το νερό της θλίψης»».
Η απόφαση αυτή, αντί της αναμενόμενης καταδίκης σε θάνατο, προκάλεσε την έκπληξη των αντιπροσώπων του Βασιλέως. Ο καρδινάλιος πρόσθεσε ότι τους δόθηκε χάρη «επειδή ομολόγησαν ταπεινά τα λάθη τους». Στο σημείο αυτό ο Ζακ ντε Μολαί και ο Γοδεφρίδος ντε Σαρναί σηκώθηκαν όρθιοι και απευθυνόμενοι προς τους ιεροεξεταστές αλλά κυρίως προς το πλήθος που παρακολουθούσε, διακόπτοντας τον καρδινάλιο και με δυνατή φωνή άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομολογίες είναι ψευδείς και όλα τα στοιχεία του κατηγορητηρίου είναι ανυπόστατα, δηλώνοντας ακόμα πως τόσο ο βασιλεύς όσο και ο Πάπας τους είχαν υποσχεθεί πως αν ομολογούσαν αυτά που ήθελαν θα τους άφηναν ελεύθερους και μάλιστα καταδεικνύοντας με το χέρι τον εκπρόσωπο του Βασιλέως και του Πάπα καταγγέλοντάς τον απατεώνα. Συγκεκριμένα ο Μέγας Μάγιστρος ντε Μολαί φέρεται να δήλωσε με βροντώδη φωνή:
Η σύγχυση που προκλήθηκε μετά από αυτές τις καταγγελίες πράγματι υπήρξε μεγάλη όταν έξαλλος ο αντιπρόσωπος Μαρινύ διέταξε τον διοικητή της φρουράς να τους παραλάβει και να τους μεταφέρει πίσω στη φυλακή όπου και θα ακολουθούσε ποινή θανάτου. Ο Βασιλεύς Φίλιππος ο επιλεγόμενος και Ωραίος μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός συγκάλεσε άμεσα το άνακτο συμβούλιό του χωρίς την παρουσία εκκλησιαστικού αντιπροσώπου όπου και αποφασίζεται μέχρι το ίδιο βράδυ ο Μέγας Μάγιστρος και ο Μάγιστρος της Νορμανδίας να έχουν παραδοθεί στη φωτιά και μάλιστα «σε σιγανή». Τόπος εκτέλεσης ορίστηκε η μικρή νησίδα των Εβραίων που βρίσκεται στο άκρο της Σιτέ απέναντι από το ανάκτορο ώστε να είναι ορατή η εκτέλεση απ' αυτό, επιβεβαιώνοντας έτσι τις καταγγελίες του ντε Μολαί. Το απόγευμα ήταν όλα έτοιμα για τη διπλή εκτέλεση. Δύο κέδρινοι στύλοι καρφωμένοι στο έδαφος στη νησίδα των Εβραίων μουσκεμένοι για καιρό στο νερό του Σηκουάνα για πυραντοχή, αλυσίδες, δεσμά, σωροί ξύλων για την πυρά και αναμμένοι πυρσοί.
Από νωρίς οι καμπάνες της Παναγίας των Παρισίων κτυπούν αργά πένθιμα προσκαλώντας έτσι το πλήθος που έχει κατακλύσει και τις δύο έναντι ακτές του Σηκουάνα, όταν τελικά φθάνει στη δεξιά όχθη η συνοδεία με προπομπό ίλη ιππικού την οποία ακολουθεί ο φρούραρχος του Παρισιού με μια δύναμη πεζών οπλοφόρων ανάμεσα στους οποίους ένα άλογο σέρνει το κάρο με τους δύο αλυσοδεμένους αξιωματούχους Ναΐτες Μολαί και Σαρναί που άγουν περίπου το 70ο έτος της ηλικίας τους. Την πομπή κλίνει μια μικρή ομάδα έφιππων οπλοφόρων. Φθάνοντας στην όχθη κατεβάζουν τους κατάδικους από το κάρο και τους επιβιβάζουν σε μικρή λέμβο που τους μεταφέρει στη νησίδα εκτέλεσης, όπου τους περιμένει ο δήμιος με τους βοηθούς του. Την όλη σκηνή παρακολουθεί από παράθυρο του έναντι ανακτόρου ο Φίλιππος Δ΄ ο οποίος με την ολοκλήρωση της πρόσδεσης των καταδίκων σε όρθια στάση και την τοποθέτηση σωρών ξύλων μέχρι τα γόνατά τους κάνει νεύμα στον δήμιο. Τότε ένας σαλπιγκτής δίνει το παράγγελμα της αφής των ξύλων και οι βοηθοί βάζουν φωτιά. Η φωτιά αρχίζει σιγά σιγά να φουντώνει και ενώ το πλήθος παρακολουθεί περιμένοντας ν' ακούσει τα βογγητά πόνου ανάμεσα στα τριξίματα των ξερών ξύλων που καίγονταν, ακούγεται η βροντερή φωνή του Μολαί με τις θρυλικές επικλήσεις στη Θεία Δικαιοσύνη:
Σε λίγη ώρα η φωτιά έχει φουντώσει. Οι ανθρώπινες μορφές μεταβάλλονται σε κάρβουνο. Ο καπνός σκορπάει γύρω τη μυρωδιά της καμμένης σάρκας.
Σύμφωνα με αναφορά του Αββά Βελλύ στην «Ιστορία της Γαλλίας», «όταν όλα είχαν τελειώσει κάποιοι άνθρωποι μετέβησαν στη νησίδα αδιαφορώντας τους κάποιους φρουρούς που βρίσκονταν γύρω όπου κάνοντας το σημείο του σταυρού μάζεψαν ευλαβικά τη στάχτη των δύο μαρτύρων. Ο θάνατος του Μολαί και Σαρναί είχε ριζώσει στην καρδιά του λαού που αντίκριζε πλέον τον Φίλιππο Δ΄ με περισσότερη καχυποψία...»
Ο Κλήμης Ε΄πέθανε στις 20 Απριλίου 1314 και ο Φίλιππος Δ΄στις 29 Νοεμβρίου 1314.
Οι Ναΐτες κατηγορήθηκαν από τους πολιτικούς κυρίως εχθρούς τους και την Καθολική εκκλησία για ακολασίες και ομοφυλοφιλία. Επίσης, κατηγορήθηκαν ότι ήταν φιλικοί με τους άπιστους, ότι ασκούσαν μαγεία και ότι για να ενταχθεί κάποιος στο τάγμα τους θα έπρεπε να απαρνηθεί τον Χριστό, να φτύσει και να ποδοπατήσει τον σταυρό και να λατρέψει ένα είδωλο ονόματι Μπαφομέτ.[3]
# | Οικόσημο | Όνομα | Εξουσία |
---|---|---|---|
1. | Ούγος ντε Παιν | 1118–1136 | |
2. | Ρομπέρ ντε Κραόν | 1136–1147 | |
3. | Εβεράρ ντε Μπαρ | 1147–1151 | |
4. | Μπερνάρ ντε Τρεμελαί † | 1151–1153 | |
5. | Αντρέ ντε Μονμπάρντ | 1153–1156 | |
6. | Μπερτράν ντε Μπλανσφόρ | 1156–1169 | |
7. | Φιλίπ ντε Μιγί | 1169–1171 | |
8. | Οντόν ντε Σαιντ-Αμάν # | 1171–1179 | |
9. | Αρνώ ντε Τορόζ | 1181–1184 | |
10. | Ζεράρ ντε Ριντφόρ † | 1185–1189 | |
11. | Ρομπέρ ντε Σαμπλέ | 1191–1193 | |
12. | Ζιλμπέρ Οράιγ | 1193–1200 | |
13. | Φιλίπ ντε Πλεσίς | 1201–1208 | |
14. | Γκιγιόμ ντε Σαρτρ | 1209–1219 | |
15. | Πέδρο ντε Μοντεγκί | 1218–1232 | |
16. | Αρμάν ντε Περιγκόρ # | 1232–1244 | |
17. | Ρισάρ ντε Μπυρ (αμφισβητείται) | 1244/5–1247 | |
18. | Γκιγιόμ ντε Σοννάκ † | 1247–1250 | |
19. | Ρενώ ντε Βισιέ | 1250–1256 | |
20. | Τομάς Μπεράρ | 1256–1273 | |
21. | Γκιγιόμ ντε Μποζέ † | 1273–1291 | |
22. | Τιμπώ Γκοντέν | 1291–1292 | |
23. | Ζακ ντε Μολέ | 1292–1314 |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.