Βυζαντινοί Έλληνες
ελληνόφωνοι Χριστιανοί Ρωμαίοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας / From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Βυζαντινοί Έλληνες ήταν οι υπήκοοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας με κυρίαρχο το ρωμαϊκό πολιτισμικό στοιχείο. Η πρωτεύουσα τους ήταν η Κωνσταντινούπολη και ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στα νότια Βαλκάνια, στην Κάτω Ιταλία, στα ελληνικά νησιά, στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο, στα μεγάλα αστικά κέντρα του Λεβάντε και στη βόρεια Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι Βυζαντινοί αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι (μεσαιωνική ελληνική: Ῥωμαῖοι) και ονόμαζαν το κράτος τους Bασιλεία των Ρωμαίων. Για ορισμένους όμως ήταν απλώς γνωστοί ως Γραικοί, κάτι που φαίνεται εκτός άλλων από τους Ρουνικούς λίθους για τη Γραικία και τον απολογισμό των ταξιδιών του Ιμπν Μπατούτα. Στη σύγχρονη ιστοριογραφία αναφέρονται ως «Βυζαντινοί» και «Βυζαντινοί Έλληνες» και η αυτοκρατορία τους ως «Βυζαντινή», όροι που δημιουργήθηκαν τον 16ο αιώνα από τον Γερμανό λόγιο Ιερώνυμο Βολφ[1]
. Σκηνές αγροτικής ζωής σε βυζαντινό Ευαγγέλιο του 11ου αιώνα | |
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς | |
---|---|
Γλώσσες | |
Ελληνικά | |
Θρησκεία | |
Ανατολικός Χριστιανισμός |
Η κοινωνική δομή των Βυζαντινών βασιζόταν κυρίως σε αγροτική βάση δουλοπαροικίας που αποτελούσαν οι χωρικοί και ένα μικρό μέρος των απόρων. Αυτοί οι χωρικοί ζούσαν σε τρία είδη οικισμών: το χωρίον, ή χωριό, το αγρίδιον, ή μικρό χωριό, και το προάστειον, ή αγροικία[2]. Πολλές κοινωνικές αναταραχές κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποδόθηκαν στις πολιτικές φράξιες μέσα στην Αυτοκρατορία παρά στην ευρύτερη λαϊκή βάση της. Οι στρατιώτες που προέρχονταν από τους Βυζαντινούς στην αρχή στρατολογήθηκαν από τους χωρικούς αγρότες και εκπαιδευόταν ετησίως. Καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πέρασε στον 11ο αιώνα, οι περισσότεροι στρατιώτες του στρατού ήταν είτε επαγγελματίες είτε μισθοφόροι.
Μέχρι το δωδέκατο αιώνα, η εκπαίδευση του Βυζαντινού πληθυσμού ήταν πιο αναπτυγμένη από τη Δύση, και ειδικά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, με αποτέλεσμα μεγαλύτερα ποσοστό αλφαβητισμού. Η επιτυχία ήταν εύκολη για τους Βυζαντινούς έμπορους, οι οποίοι απολάμβαναν μια ισχυρή θέση στο διεθνές εμπόριο. Παρά τον ανταγωνισμό από τους Ιταλούς εμπόρους της Βενετίας και της Γένοβας, κράτησαν αυτή τη θέση σε όλη τη διάρκεια του τελευταίου μισού της ύπαρξης της αυτοκρατορίας. Ο κλήρος επίσης κατείχε ειδική θέση, όχι μόνο έχοντας περισσότερη ελευθερία από τον αντίστοιχο Δυτικό, αλλά διατηρώντας τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη που θεωρούνταν ισότιμος του Πάπα στη Ρώμη. Η ισχυρή αυτή θέση δεν ήταν άμεση αλλά είχε αύξουσα πορεία, καθώς στην αρχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό τον Μέγα Κωνσταντίνο (βασιλεία 306–337), μόνο ένα μικρό μέρος, περίπου 10%, του πληθυσμού ήταν Χριστιανοί.
Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η χρήση της ελληνικής είχε διαδοθεί στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ενώ τα λατινικά ήταν γλώσσα της διοίκησης. Από τη βασιλεία του Ηράκλειου (610–641), τα ελληνικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα του πληθυσμού και αντικατέστησε επίσης τα λατινικά στη διοίκηση. Στην αρχή η αυτοκρατορία είχε πολύ-εθνικό χαρακτήρα, αλλά μετά την απώλεια των μη ελληνόφωνων επαρχιών κυριαρχήθηκε από το ρωμαϊκό κυρίως στοιχείο. Με τον καιρό, οι σχέσεις τους με τη Δύση, ειδικά με τη Λατινική Ευρώπη, χειροτέρευσαν.
Οι σχέσεις χειροτέρευσαν παραπέρα με το σχίσμα μεταξύ της Καθολικής Δύσης και της Ορθόδοξης Ανατολής που οδήγησε στο να χαρακτηρίζονται οι Βυζαντινοί στη Δύση ως αιρετικοί. Σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ειδικά μετά τη στέψη του Καρλομάγνου (βασιλεία ως Βασιλιάς των Φράγκων 768–814) στη Ρώμη το 800, οι Βυζαντινοί δεν θεωρούνταν από τους Δυτικούς Ευρωπαίους ως Ρωμαίοι, αλλά μάλλον μέρος ενός Ανατολικού βασιλείου με ελληνικό πληθυσμό. Όμως, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και συνέχισε την αδιάσπαστη διαδοχή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρήκμασε, οι Βυζαντινοί και τα εδάφη τους περιήλθαν υπό ξένη, κυρίως οθωμανική, κυριαρχία. Ο προσδιορισμός των ελληνόφωνων ελληνορθοδόξων ως Ρωμαίων τόσο από τους ίδιους όσο και από τους Οθωμανούς επικυριάρχους τους συνεχίστηκε ως και τον 20ο αιώνα, ενώ εξακολουθεί και υφίσταται μέχρι και σήμερα για τους εναπομείναντες κατοίκους της σύγχρονης Τουρκίας (σε αντίθεση με τους υπολοίπους που είναι γνωστοί ως Έλληνες - Γιουνανλάρ).