From Wikipedia, the free encyclopedia
Αρνησικυρία ονομάζεται τόσο η άρνηση μιας κρατικής αρχής να επικυρώσει νόμο ή απόφαση κάποιας άλλης, έστω κι αν η δεύτερη είναι η καθ' ύλην αρμόδια, προκαλώντας επαναδιαπραγμάτευση ή σπανιότερα ακύρωσή του, όσο και το δικαίωμα ή ικανότητα άσκησης αυτής. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης στους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς και αναφέρεται στην άρνηση ενός εταίρου να συνυπογράψει απόφαση των συλλογικών οργάνων, με την έννοια άσκησης φραγμού, οδηγώντας έτσι στην ακύρωσή της.
Συνεπώς πρόκειται για νομική δυνατότητα άσκησης εξουσίας (veto power) που παρέχεται από τον νόμο σε πρόσωπα ή δημόσια όργανα, (οργανισμούς) προς παρεμπόδιση ή αποτροπή ενέργειας.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συχνότερα χρησιμοποιείται ο αντίστοιχος διεθνής όρος βέτο, προερχόμενος από το λατινικό ρήμα veto που σημαίνει παρεμποδίζω. Η λέξη αυτή ως όρος μας φέρνει πίσω στα πρώτα χρόνια εφαρμογής της συγκεκριμένης πρακτικής, στην Αρχαία Ρώμη όταν ένας από τους δημάρχους των πληβείων (η δεκαμελής αντιπροσωπεία που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των πληβείων) ασκούσε δικαίωμα veto ανακαλώντας αποφάσεις άλλων Αρχών, αλλά και όταν καθένας από τους δύο υπάτους της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας μπορούσε να ακυρώσει τις αποφάσεις του άλλου - αν και στην περίπτωση αυτή δεν ονομαζόταν στην πραγματικότητα veto αλλά intercessio.
Σημειώνεται όμως ότι το βέτο στην Αρχαία Ρώμη δεν μπορούσε να ασκηθεί κατά πράξεων των Δικτατόρων και σ΄ ένα βαθμό κατά των πράξεων των τιμητών (censo es), καθώς και για οποιεσδήποτε περιπτώσεις που προέβλεπε σχετικά ειδική επ΄ αυτού νομοθεσία. Μάλιστα στην αρχή της εφαρμογής του αυτό ασκούταν μόνο εντός της Ρώμης και μέχρι ενός μιλίου πέριξ αυτής. Αργότερα όμως το ρωμαϊκό βέτο έλαβε χαρακτήρα δικαιώματος μηδενισμού είτε πράξης, είτε απόφασης δημόσιου χαρακτήρα έχοντας ως προϋπόθεση το συμφέρον του κράτους ή του λαού εν ονόματι του οποίου ασκούταν.
Γενικά η αρνησικυρία, όπως αποδίδεται το βέτο στην ελληνική, αποτελεί ένα ακραίο μέσο για την άσκηση πολιτικής, αξιοποιούμενο κυρίως σε διεθνείς οργανισμούς, όταν κάποιος από τους εταίρους θεωρεί ότι μια ενδεχόμενη απόφαση απειλεί μονομερώς τα κυριαρχικά δικαιώματα ή ζωτικά συμφέροντά του. Αντίθετα, στο εσωτερικό δίκαιο (ιδίως στις σύγχρονες δημοκρατίες) τούτο αποφεύγεται, λόγω της μεγάλης πιθανότητας να οδηγήσει σε κρίση.
Σε κάθε περίπτωση, το ποιοι έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας, έναντι ποίου, για ποια ζητήματα και τι συνέπειες αυτή παράγει, καθορίζεται όχι από απλές διατάξεις, αλλά από κείμενα αυξημένης ισχύος, όπως: για το εσωτερικό δίκαιο των χωρών από τα συντάγματα αυτών, ενώ για τους διεθνείς οργανισμούς από τους καταστατικούς χάρτες τους.
Η νεώτερη χρήση του Βέτο πρωτοεμφανίσθηκε στη Μεγάλη Βρετανία την εποχή που ο Ηγεμόνας άρχισε να εκχωρεί μέρος ευθύνης του σε άλλα θεσμοθετημένα όργανα και ειδικότερα τη νομοθετική εξουσία, που προηγουμένως διατηρούσε πλήρη, απαλλασσόμενος μεν από αυτή αλλά διατηρώντας το δικαίωμα να εμποδίζει την ελεύθερη νομοθετική δράση του Κοινοβουλίου. Με το πέρασμα όμως του χρόνου η εξουσία αυτή περιέπεσε σχεδόν σε αχρηστία όταν άρχισε πλέον να καθιερώνεται και νομοθετικά η "αρχή της ευθύνης των υπουργών". Τη συνταγματική αυτή εξέλιξη ακολούθησαν στη συνέχεια και όλα τα Βασίλεια και οι Ηγεμονίες της Ευρώπης.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο το βέτο παρέμεινε μεταξύ των δικαιωμάτων του θρόνου μόνο ως το αρνητικό ήμισυ της πλήρους άλλοτε νομοθετικής εξουσίας, που ασκούσε ο Βασιλεύς και με τον χαρακτήρα του απόλυτου. Έτσι υπό τη μορφή αυτή συνεχίζει και σήμερα σχεδόν σ΄ όλα τα κράτη, που λειτουργούν κοινοβούλια, το βέτο να αποτελεί ομοίως μία αρνητική νομοθετική εξουσία ενός εθνικού εκτελεστικού οργάνου.
Αξιοσημείωτη μορφή βέτο ήταν το αποκαλούμενο "Ελεύθερο βέτο" (liberum veto), που αναπτύχθηκε τον 17ο και 18ο αιώνα στην Πολωνία, ως συνταγματική ρύθμιση και που ασκούσε κάθε μέλος της Διαίτης με ιδιαίτερη ευρεία και καταλυτική εξουσία. Σύμφωνα μ΄ αυτό κάθε μέλος είχε τη δυνατότητα κάνοντας χρήση αυτού να ακυρώσει το σύνολο των εργασιών της Διαίτης. Το "ελεύθερο βέτο" διατυπωνόταν με τη φράση "Nie pozwalam" (= Δεν το επιτρέπω). Τελικά λόγω της πολύ μεγάλης συχνότητας που ασκούταν καταργήθηκε το 1791.
Επίσης άλλο ιστορικής μορφής βέτο ήταν το λεγόμενο "Βέτο των Καρδιναλίων" που ίσχυε για την εκλογή υποψηφιότητας του Πάπα, μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το βέτο αυτό ασκούσαν αντιπρόσωποι καρδινάλιοι διαφόρων χωρών, όπως της Ισπανίας, της Αυστρίας κ.ά. έναντι συγκεκριμένων ανεπιθύμητων υποψηφιοτήτων. Τελευταία χρήση αυτού έγινε το 1903 κατά τη διεξαγόμενη εκλογή του διαδόχου του αποθανόντος Πάπα Λέοντος ΙΓ΄, όπου ενώ θεωρούταν βεβαία η εκλογή του Καρδινάλιου Ραμπόλα ντελ Τιντάρο, αναδείχθηκε ο Πάπας Πίος I΄, ο οποίος δια της από 20 Ιανουαρίου 1904 διατάξεως "Commissum Nobis" καταδίκασε το δικαίωμα αυτό.
1. Ανάλογα με τις συνέπειες που παράγει η άσκηση αυτής, η αρνησικυρία διακρίνεται σε:
2. Ανάλογα του προσώπου που ασκεί αυτήν, η αρνησικυρία διακρίνεται α) Κατά Δημόσιο Δίκαιο και β) Κατά Διεθνές Δίκαιο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.