Ιταλός ζωγράφος της εποχής του Μπαρόκ From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αννίμπαλε Καρράτσι (ιταλικά: Annibale Carracci, 3 Νοεμβρίου 1560 - 15 Ιουλίου 1609) ήταν Ιταλός ζωγράφος της εποχής του Μπαρόκ. Ο Καρράτσι ήταν ο πλέον εκτιμώμενος ζωγράφος στην εποχή του και ήταν η κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία του στυλ μπαρόκ. Μαζί με τον εξάδελφό του Λοντοβίκο και τον μεγαλύτερο αδελφό του Αγκοστίνο - καθένας από τους οποίους υπήρξε σημαντικός καλλιτέχνης - ο Καρράτσι εκκίνησε τον μετασχηματισμό της ιταλικής ζωγραφικής: Οι Καρράτσι απέρριψαν το προσποιητό στην μανιεριστική ζωγραφική, προτάσσοντας την επιστροφή στη φύση συζευγμένη με τη μελέτη μεγάλων Ιταλών δημιουργών της Αναγέννησης και ειδικότερα του Τιτσιάνο, του Πάολο Βερονέζε και του Κορρέτζο[16]
Αννίμπαλε Καρράτσι | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Annibale Carracci (Ιταλικά) |
Γέννηση | 3 Νοεμβρίου 1560[1] Μπολόνια[2][3][4] |
Θάνατος | 15 Ιουλίου 1609[1][5][6] Ρώμη[7][8][4] |
Τόπος ταφής | Πάνθεον |
Χώρα πολιτογράφησης | Παπικά Κράτη |
Ιδιότητα | ζωγράφος[9][8][10], χαράκτης[8][10] και σκιτσογράφος[8][11][12] |
Αδέλφια | Αγκοστίνο Καρράτσι[2] |
Συγγενείς | Antonio Marziale Carracci (ανιψιός)[13] |
Κίνημα | μπαρόκ[14] |
Είδος τέχνης | έργο ιστορικής θεματολογίας[15], ρωπογραφία[15] και πορτραίτο[15] |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ[14] |
Σημαντικά έργα | Corpse of Christ, Η εκλογή του Ηρακλή και Resurrection of Christ |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αννίμπαλε Καρράτσι γεννήθηκε στη Μπολόνια και κατά πάσα πιθανότητα μαθήτευσε μέσα στην οικογένειά του. Το 1582 ο Αννιμπάλε, ο αδελφός του Αγκοστίνο και ο εξάδελφός τους Λοντοβίκο Καρράτσι δημιούργησαν ένα εργαστήριο ζωγραφικής, το οποίο αρχικά ονόμασαν Accademia degli Desiderosi (Ακαδημία όσων επιθυμούν (μάθηση και δόξα)) και εν τέλει μετονόμασαν σε Accademia degli Incamminati (Ακαδημία των Πρωτοπόρων). Παρά το ότι οι Καρράτσι έδιναν έμφαση στην τυπικά φλωρεντινή γραμμική τεχνική σχεδιογραφία, όπως παραδειγματικά χρησιμοποίησαν ο Ραφαήλ και ο Αντρέα ντελ Σάρτο, το ενδιαφέρον τους για τα φωτεινά χρώματα και τα κάπως ομιχλώδη περιγράμματα των αντικειμένων προέρχεται από τη Βενετική Σχολή ζωγράφων, κατά κύριο λόγο από τα έργα του Τιτσιάνο, τον οποίο ο Αννίμπαλε και ο Αγκοστίνο μελέτησαν στα ταξίδια τους ανά την Ιταλία την περίοδο 1580 - 1581 κατ' εντολή του μεγαλύτερου Καρράτσι, του Λοντοβίκο. Αυτός ο εκλεκτισμός επρόκειτο να γίνει το καθοριστικό χαρακτηριστικό της Σχολής ζωγραφικής της Μπολόνια. Μέσω της επόμενης γενεάς ζωγράφων, όπως οι Φραντσέσκο Αλμπάνι (Francesco Albani), Ντομενικίνο (Domenichino), Γκουίντο Ρένι (Guido Reni), Τζοβάννι Λανφράνκο (Giovanni Lanfranco) και Γκουερτσίνο (Guercino) η Σχολή της Μπολόνια (ορισμένες φορές αποκαλείται και Σχολή του Καρράτσι) έγινε η ηγέτιδα δύναμη στην τέχνη του 17ου αιώνα.[16]
Σε αρκετά πρώιμα έργα που δημιούργησαν οι Καρράτσι στη Μπολόνια είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τη συμβολή του καθενός. Για παράδειγμα, οι νωπογραφίες στην ιστορία του Ιάσονα για το ανάκτορο Φάβα (Palazzo Fava) στη Μπολόνια (περίπου στα 1583-84) φέρουν την υπογραφή "Carracci", κάτι που υποδεικνύει ότι στη δημιουργία τους συνέβαλαν όλοι. Το 1585 ο Αννίμπαλε ολοκλήρωσε το τρίπτυχο της Βάπτισης του Χριστού για την εκκλησία των Αγίων Γρηγορίου και Σίρο (Santi Gregorio e Siro) στη Μπολόνια. Το 1587 ζωγράφισε την Κοίμηση της Θεοτόκου για την εκκλησία του Σαν Ρόκκο στο Ρέτζο Εμίλια.
Την περίοδο 1587–88 είναι γνωστό ότι ο Αννίμπαλε ταξίδεψε στην Πάρμα και στη συνέχεια στη Βενετία όπου συνάντησε τον αδελφό του Αγκοστίνο. Από το 189 ως το 1592 οι τρεις Καρράτσι ολοκλήρωσαν τις τοιχογραφίες Η ίδρυση της Ρώμης στο ανάκτορο Μανιάνι (Palazzo Magnani) της Μπολόνια. Το 1593 ο Αννίμπαλε τελείωσε το τρίπτυχο Η Παρθένος στον Θρόνο με τον Άγιο Ιωάννη και την Αγία Αικατερίνη, σε συνεργασία με τον Λούτσιο Μασσάρι (Lucio Massari). Η Ανάσταση του Χριστού επίσης ολοκληρώθηκε την ίδια χρονιά. Το 1592 ζωγράφισε την Κοίμηση της Θεοτόκου για το παρεκκλήσιο Μποναζόνι του Αγίου Φραγκίσκου. Την περίοδο 1593-94 και οι τρεις Καρράτσι εργάστηκαν στις νωπογραφίες του ανακτόρου Σαμπιέρι (Palazzo Sampieri) στη Μπολόνια.
Με βάση τις αριστουργηματικές νωπογραφίες των Καρράτσι στη Μπολόνια, ο Αννίμπαλε συστήθηκε από τον Δούκα της Πάρμα, Ρανούτσιο Α΄ Φαρνέζε (Ranuccio I Farnese) στον αδελφό του, Καρδινάλιο Οντοάρντο Φαρνέζε (Odoardo Farnese), ο οποίος ήθελε να διακοσμήσει το ισόγειο στο Ανάκτορο Φαρνέζε στη Ρώμη. Τον Νοέμβριο/Δεκέμβριο του 1595 οι Αννίμπαλε και Αγκοστίνο μετέβησαν στη Ρώμη για να ξεκινήσουν τη διακόσμηση του Camerino του ανακτόρου με ιστορίες του Ηρακλή, θεματολογία ιδιαίτερα κατάλληλη, καθώς στην αίθουσα αυτή στεγαζόταν το διάσημο ελληνορωμαϊκό γλυπτό Ηρακλής των Φαρνέζε.
Ο Αννιμπάλε, εν τω μεταξύ, ετοίμασε εκατοντάδες προπαρασκευαστικά σκαριφήματα για την κυρίως εργασία, ενώ βρισκόταν επικεφαλής μιας ομάδας που έφτιαχνε νωπογραφίες στο μεγάλο σαλόνι με το κοσμικό θέμα quadri riportati των ερώτων των θεών ή, όπως ο βιογράφος Τζοβάννι Μπελλόρι (Giovanni Bellori) το περιέγραψε "Η ανθρώπινη Αγάπη κυριαρχούμενη από την Ουράνια Αγάπη". Αν και η οροφή είναι ιδιαίτερα πλούσια σε στοιχεία ψευδαίσθησης, οι "αφηγήσεις" έχουν δημιουργηθεί με διακοσμήσεις συγκρατημένου κλασικισμού της όψιμης Αναγέννησης αντλώντας έμπνευση, αν και πιο οικείες και άμεσες, από την οροφή της Καπέλα Σιστίνα του Μιχαήλ Αγγέλου καθώς και την οροφή του Βατικανού του Ραφαήλ και τις νωπογραφίες του στη βίλα Φαρνεζίνα. Η εργασία του αργότερα θα εμπνεύσει τις σημαντικές νωπογραφίες του μπαρόκ ιλουζιονισμού των Πιέτρο ντα Κορτόνα,Τζοβάννι Λανφράνκο (Giovanni Lanfranco) και, αργότερα, των Αντρέα Πότσο (Andrea Pozzo) και Τζοβάννι Μπαττίστα Γκάουλι (Giovanni Battista Gaulli).
Κατά τη διάρκεια των 17ου και 18ου αιώνα, η οροφή των Φαρνέζε θεωρείτο το ασυναγώνιστο αριστούργημα νωπογραφίας της εποχής του. Οι εκατοντάδες προπαρασκευαστικών σκαριφημάτων του Αννίμπαλε έγιναν θεμελιώδες βήμα για τη σύνθεση οποιουδήποτε φιλόδοξου ιστορικού έργου.
Ο κριτικός τέχνης του 17ου αιώνα Τζοβάννι Μπελλόρι, στη επισκόπησή του με τίτλο Idea, εγκωμίαζε τον Καρράτσι ως "υπόδειγμα της ιταλικής ζωγραφικής", ο οποίος υποκίνησε μια "αναγέννηση" της μεγάλης παράδοσης του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Αγγέλου". Από την άλλη, ενώ παραδεχόταν τις ικανότητες του Καραβάτζιο ως ζωγράφου, ο Μπελλόρι αποδοκίμαζε το υπερ-νατουραλιστικό στυλ του, αν όχι την ταραχώδη προσωπικότητά του. Έτσι, έβλεπε και τους οπαδούς του (Caravaggisti) ίδιου στυλ με την ίδια ζοφερότητα. Οι ζωγράφοι παρακινούνταν να απεικονίσουν το πλατωνικό ιδεώδες του κάλλους, όχι των Ρωμαίων γυναικών του δρόμου. Παρόλ' αυτά, οι προστάτες και οι μαθητές του Καρράτσι και του Καραβάτζιο δεν ανήκαν σε αντίθετα στρατόπεδα: Οι σύγχρονοι με τους ζωγράφους προστάτες τους, όπως ο μαρκήσιος Βιντσέντσο Τζουστινιάνι (Vincenzo Giustiniani) παρατηρούσαν την υπεροχή και των δύο ως προς τη "μανιέρα" και τη χρήση μοντέλων.[17]
Στον αιώνα μας οι παρατηρητές έχουν αναθερμάνει τον "επαναστατικό" μύθο του Καραβάτζιο και συχνά αγνοούν τη βαθιά επίδραση που άσκησε ο Καρράτσι. Ο Καραβάτζιο σχεδόν ποτέ δεν εργάστηκε σε νωπογραφίες, που συχνά θεωρούνται δοκιμασία θάρρους για τον ενασχολούμενο καλλιτέχνη. Από την άλλη πλευρά, οι καλύτερες δημιουργίες του Καρράτσι είναι νωπογραφίες. Έτσι, οι μελαγχολικοί πίνακες του Καραβάτζιο, με το σκοτεινό φόντο, ταιριάζουν καλύτερα στο στοχαστικό περιβάλλον της Αγίας Τράπεζας και όχι στους καλοφωτισμένους τοίχους ή τα ταβάνια όπως αυτά στο ανάκτορο Φαρνέζε. Ο Ρούντολφ Βιττκόβερ εξεπλάγη όταν διαπίστωσε ότι ένας Καρδινάλιος περιέβαλλε τον εαυτό του με νωπογραφίες παρόμοιας λάγνας θεματολογίας, ενδεικτικό μιας "σημαντικής χαλάρωσης της ηθικής του αντι-αναμορφωτισμού". Αυτή η θεματική επιλογή καταδεικνύει ότι ο Καρράτσι μπορεί να ήταν περισσότερο αντιδραστικός απέναντι στο συχνά ιεροπρεπές θρησκευτικό πάθος του Καραβάτζιο. Ο Βιττκόβερ δηλώνει ότι οι νωπογραφίες του Καρράτσι "μεταδίδουν την εντύπωση μιας τρομερής χαράς για τη ζωή, μια νέα άνθηση της ζωτικότητας και μιας ενέργειας που επί μακρόν ήταν καταπιεσμένες".
Σήμερα δυστυχώς οι περισσότεροι γνώστες που επισκέπτονται το παρεκκλήσιο Τσεράζι (Cappella Cerasi) της εκκλησίας Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο αγνοούν το τρίπτυχο του Καρράτσι "Η Κοίμηση της Θεοτόκου" (1600-1601) και στρέφουν την προσοχή τους στα εκπληκτικά συνοδευτικά έργα του Καραβάτζιο. Είναι πολύ κατατοπιστική η σύγκριση μεταξύ της "Κοίμησης" του Καρράτσι[18] με τον "Θάνατο της Παρθένου" του Καραβάτζιο. Ανάμεσα στους συγχρόνους του, ο Καρράτσι θα ήταν ανανεωτής. Ξαναζωντάνεψε το "οπτικό λεξιλόγιο" των νωπογραφιών του Μιχαήλ Αγγέλου και επανέφερε τη δυνατή και ζωντανή απεικόνιση τοπίων, η οποία βαθμιαία έφθινε υπό την επίδραση του μανιερισμού. Παρά το ότι ο Μιχαήλ Άγγελος συσπούσε τα σώματα των μορφών του σε όλες τις δυνατές προοπτικές, ο Καρράτσι στις νωπογραφίες του Φαρνέζε έδειξε πώς μπορούσαν να χορεύουν. Τα όρια τοίχων - οροφής, οι ευρείες προεκτάσεις των τοίχων που επρόκειτο να νωπογραφηθούν, επρόκειτο να ακολουθηθούν, ως προς τη λαμπρότητα των χρωμάτων, από τους οπαδούς του Καρράτσι τις επόμενες δεκαετίες.
Τον επόμενο αιώνα η τέχνη του μπαρόκ, εν γένει, υπέστη έντονη κριτική από νεοκλασικούς κριτικούς, όπως ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν (Johann Joachim Winckelmann) αλλά και ακόμη αργότερα από τον σεμνότυφο Τζον Ράσκιν (John Ruskin). Ο Καρράτσι γλίτωσε από τη γενική κατακραυγή επειδή θεωρήθηκε μιμητής του ιδιαίτερα θαυμαζόμενου Ραφαήλ.
Στις 8 Ιουλίου 1595 ο Αννίμπαλε ολοκλήρωσε τον πίνακα "Ο Άγιος Ρόκκο μοιράζει ελεημοσύνη", ο οποίος βρίσκεται σήμερα στην Πινακοθήκη της Δρέσδης (Dresden Gemäldegalerie). Άλλες δημιουργίες του Καρράτσι εκείνη την εποχή στη Ρώμη περιλαμβάνουν το έργο Domine, Quo Vadis? (περ. 1602), το οποίο είναι αξιοσημείωτο για την εκπληκτική οικονομία της σύνθεσης των μορφών και τη δύναμη και την ακρίβεια των χειρονομιών, που αργότερα επηρέασε σημαντικά τον Νικολά Πουσέν και, μέσω αυτού, τη γλώσσα των χειρονομιών στη ζωγραφική.
Ο Καρράτσι ήταν αξιοσημείωτα επιλεκτικός στη θεματική του, απεικονίζοντας τοπία, σκηνές της καθημερινότητας και πορτρέτα, συμπεριλαμβανομένης και μιας σειράς αυτοπροσωπογραφιών του σε διάφορες εποχές. Ήταν ένας από τους πρώτους Ιταλούς ζωγράφους στων οποίων τον καμβά δινόταν προτεραιότητα στα τοπία απέναντι στις μορφές, όπως η αριστουργηματική "Φυγή στην Αίγυπτο": Το ύφος αυτού του πίνακα ακολουθήθηκε από τον αγαπημένο μαθητή του Καρράτσι, τον Ντομενικίνο αλλά και τον Κλωντ Λορραίν.
Η τέχνη του Καρράτσι είχε, επίσης, μια λιγότερο επίσημη πλευρά, η οποία αποκαλύπτεται στις παρωδίες (καρικατούρες) του - γενικά του πιστώνεται η επινόηση αυτής της φόρμας) και στις πρώτες του δημιουργίες σκηνών της καθημερινότητας, που είναι αξιοσημείωτες για την ακριβή παρατήρηση και τον ελεύθερο χειρισμό τους.[19] and his painting of Ο Φασολοφάγος. Περιγράφεται από βιογράφους ως μη δίνων σημασία στην ένδυση, αλλά με εμμονή στην εργασία: Οι αυτοπροσωπογραφίες του ποικίλουν ως προς την αποτύπωσή του.[20]
Δεν είναι σαφές πόσες εργασίες ολοκλήρωσε ο Καρράτσι αφού τελείωσε τις νωπογραφίες στη μεγάλη αίθουσα του ανακτόρου Φαρνέζε. Το 1606 ο Αννίμπαλε υπογράφει τον πίνακα Madonna of the bowl, αλλά σε μια επιστολή του καρδιναλίου Οντοάρντο Φαρνέζε το 1606 αναφέρεται ότι τον Καρράτσι παρεμποδίζει μια "βαριά μελαγχολική διάθεση" ώστε να εργαστεί για λογαριασμό του. Το 1607 ο Καρράτσι αδυνατεί να ολοκληρώσει την παραγγελία του Δούκα της Μόντενα για ένα πίνακα με θέμα τη "Γέννηση". Υπάρχει μια σημείωση του 1608 στην οποία ο Καρράτσι υποδεικνύει σε μαθητή του ότι θα περνά τουλάχιστον δυο ώρες την ημέρα στο εργαστήριο.
Δεν υπάρχει παρά ελάχιστη τεκμηρίωση ως προς το γιατί ο χρωστήρας του Καρράτσι "σίγησε". Υπάρχουν, εν τούτοις, πολλές εικοτολογίες.
Ο Αννίμπαλε απεβίωσε το 1609 και τάφηκε, σύμφωνα με τη θέλησή του, κοντά στον Ραφαήλ στο Πάνθεον της Ρώμης. Αποτελεί μέτρο των επιτευγμάτων του η αναφορά με επαίνους προς αυτόν από τόσο διαφορετικούς καλλιτέχνες, όπως ο Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι, ο Νικολά Πουσέν και ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς. Πολλοί από τους μαθητές ή τους βοηθούς του σε έργα όπως στο ανάκτορο Φαρνέζε και στο παρεκκλήσιο Χερρέρα (Herrera) θα γίνονταν διάσημοι καλλιτέχνες τις επόμενες δεκαετίες, όπως οι Ντομενικίνο, Φραντσέσκο Αλμπάνι, Τζοβάννι Λανφράνκο, Ντομένικο Βιόλα, Γκουίντο Ρένι, Σίστο Μπανταλόκκιο και άλλοι.
Η παράδοση της ιταλικής Αναγέννησης στη ζωγραφική καθώς και οι ζωγράφοι της όψιμης Αναγέννησης, όπως οι Ραφαήλ, Μιχαήλ Άγγελος, Κορρέτζο, Τιτσιάνο και Βερονέζε, άσκησαν σημαντική επίδραση στις δημιουργίες του Καρράτσι, κυρίως στη χρήση των χρωμάτων. Ο Καρράτσι έθεσε τα θεμέλια της γέννησης της ζωγραφικής μπαρόκ. Το προηγούμενο, κάπως στείρο στυλ του μανιερισμού αναθεωρήθηκε πλέον στις αρχές του 16ου αιώνα, οδηγώντας σε ανασύνθεση πολλές από τις Σχολές. Οι πίνακες του Αννίμπαλε είναι εμπνευσμένοι από την ενετική σχολή και ειδικότερα από τις δημιουργίες του Πάολο Βερονέζε. Πίνακες που δείχνουν με σαφήνεια ίχνη αυτής της επίδρασης είναι "Η ένθρονη Παρθένος με τον Άγιο Ματθαίο", πίνακας που δημιουργήθηκε ύστερα από παραγγελία της Ρέτζο Εμίλια (σήμερα στην Πινακοθήκη της Δρέσδης) και "Ο Μυστικός Γάμος της Αγίας Αικατερίνης της Αλεξανδείας" (περ. 1575) που σήμερα βρίσκεται στην πινακοθήκη της Ακαδημίας (Gallerie dell'Accademia) στη Βενετία.[24][25]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.