χημική ένωση From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αζιθρομυκίνη είναι αντιβιοτικό φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται σε διάφορες βακτηριακές λοιμώξεις.[1] Αυτές περιλαμβάνουν την ωτίτιδα, την στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα, την πνευμονία και διάφορες λοιμώξεις του γαστρεντερικού.[1] Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, συμπεριλαμβανομένων των χλαμυδίων και της γονόρροιας.[1] Μαζί με άλλα φάρμακα χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ελονοσίας. Μπορεί να ληφθεί από το στόμα ή ενδοφλεβίως μία φορά την ημέρα.[1]
Συνηθισμένες παρενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία, εμέτους, διάρροια και γαστρικές ενοχλήσεις. Επίσης έχουν παρατηρηθεί αλλεργικές αντιδράσεις, όπως αναφυλαξία, παράταση του QT και ένας τύπος διάρροιας που προκαλείται από το Clostridium difficile.[1] Δεν έχει τεκμηριωθεί επιπλοκή κατά την εγκυμοσύνη. Η ασφάλειά λήψης του κατά τη διάρκεια του θηλασμού δεν έχει τεκμηριωθεί, αλλά πιθανότατα είναι ασφαλές.[2]
Η αζιθρομυκίνη είναι ένα αζαλίδιο (azalide), ένα τύπος μακρολιδίου (macrolide).[1] Δρα προσδενόμενο στο βακτηριακό ριβόσωμα, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής πρωτεϊνών και έτσι σταματάει την ανάπτυξη των βακτηρίων.[1]
Η αζιθρομυκίνη αναπτύχθηκε το 1980 από την Pliva και εγκρίθηκε για ιατρική χρήση το 1988.[3][4] Έχει προστεθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στον κατάλογο βασικών φαρμάκων,[5] ενώ έχει χαρακτηρίσει την αζιθρομυκίνη ως εξέχουσας σημασίας στην ιατρική.[6] Είναι διαθέσιμη ως γενόσημο φάρμακο[7] και πωλείται με διάφορα εμπορικά ονόματα ανά τον κόσμο.[8] Το 2017 ήταν το 57ο φάρμακο από πλευράς αριθμού συνταγογραφήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερες από 12 εκατομμύρια συνταγές.[9][10]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.