καταπραΰνω

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Remove ads

Ετυμολογία

καταπραΰνω < αρχαία ελληνική καταπραΰνω < κατά + πραΰνω < πραΰς / πρᾶος

Ρήμα

καταπραΰνω (παθητική φωνή: καταπραΰνομαι)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Περισσότερες πληροφορίες Εξακολουθητικοί χρόνοι, πρόσωπα ...
Περισσότερες πληροφορίες Εξακολουθητικοί χρόνοι, πρόσωπα ...

Μεταφράσεις

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads