βαΐλος

From Wiktionary, the free dictionary

Δείτε επίσης: βάιλος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βαΐλος < λατινική baiulus

Ουσιαστικό

βαΐλος αρσενικό

Άλλες μορφές

Πηγές

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.