βαΐλος
From Wiktionary, the free dictionary
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βαΐλος < λατινική baiulus
Ουσιαστικό
βαΐλος αρσενικό
- άλλη μορφή του βαΐουλος
Άλλες μορφές
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.