From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ρίτσαρντ Όουεν (Richard Owen, 20 Ιουλίου 1804 - 18 Δεκεμβρίου 1892) ήταν Βρετανός βιολόγος, ανατόμος και παλαιοντολόγος.
Ρίτσαρντ Όουεν | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Richard Owen (Αγγλικά) |
Γέννηση | 20 Ιουλίου 1804[1][2][3] Λάνκαστερ[4][5] |
Θάνατος | 18 Δεκεμβρίου 1892[1][3][6] Λονδίνο[5] |
Υπηκοότητα | Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Lancaster Royal Grammar School και Barts and The London School of Medicine and Dentistry |
Βραβεύσεις | Τάγμα της Αξίας για τις Τέχνες και Επιστήμες, Εταίρος της Βασιλικής Εταιρίας, Ταξιάρχης του Τάγματος του Λουτρού, Βασιλικό Μετάλλιο (1846), Μετάλλιο Κόπλυ (1851), Μετάλιο Κλάρκ (1878), μετάλλιο Λινναίος (1888), Μπεϊκεριανή Διάλεξη (1844), Croonian Medal and Lecture (1851), Μετάλλιο Γουόλαστον (1838), Pour le Mérite και Honorary Fellow of the Royal Society Te Apārangi (1870) |
Επιστημονική σταδιοδρομία | |
Ερευνητικός τομέας | ζωολογία και παλαιοντολογία |
Αξίωμα | διευθυντής μουσείου |
Ιδιότητα | έφορος, βιολόγος, παλαιοντολόγος, ζωολόγος, διδάσκων πανεπιστημίου, ανατόμος, παλαιοανθρωπολόγος και συγγραφέας |
δεδομένα ( ) |
Ο Όουεν γεννήθηκε στο Λάνκαστερ της Αγγλίας και φοίτησε στο Royal Grammar School του Λάνκαστερ. Το 1820 μαθήτευσε στο πλευρό ενός τοπικού χειρούργου και φαρμακοποιού, και το 1824 συνέχισε ως φοιτητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Έφυγε από το Πανεπιστήμιο τον επόμενο χρόνο, και συνέχισε τις σπουδές του στο νοσοκομείο του Αγίου Βαρθολομαίου, στο Λονδίνο, όπου και γνωρίστηκε με τον επιφανή χειρούργο Τζον Άμπερνεθι.
Μετά τις σπουδές του σχεδίαζε να ακολουθήσει μία συνηθισμένη επαγγελματική πορεία, αλλά ήταν φανερό πως είχε μια κλίση προς την έρευνα στον τομέα της ανατομίας και ο Άμπερνεθι τον συμβούλεψε να δεχθεί τη θέση του βοηθού συντηρητή στο μουσείο του Βασιλικού Κολεγίου Χειρουργών. Αυτή η ευχάριστη για αυτόν απασχόληση τον έκανε να εγκαταλείψει την πρόθεσή του να ασκήσει το επάγγελμα του γιατρού, και έτσι η ζωή του αφιερώθηκε στο εξής σε αποκλειστικά επιστημονικές έρευνες. Ετοίμασε μια σημαντική σειρά καταλόγων για τις συλλογές του Ουίλιαμ Χάντερ στο Βασιλικό Κολέγιο Χειρουργών. Και κατά τη διάρκεια αυτής της εργασίας απέκτησε την απαράμιλλη γνώση της συγκριτικής ανατομίας, που του έδωσε τη δυνατότητα να εμπλουτίσει όλους τους τομείς της επιστήμης, και κυρίως να διευκολύνει τις έρευνές του για τα απομεινάρια εξαφανισμένων ζώων. Το 1836 έγινε καθηγητής στο Κολέγιο και το 1849 διαδέχτηκε τον Ουίλιαμ Κλιφτ στην θέση του συντηρητή. Κράτησε αυτή τη θέση μέχρι το 1856, οπότε και έγινε επιστάτης του τομέα φυσικής ιστορίας του Βρετανικού Μουσείου. Από τότε αφοσιώθηκε σε ένα μεγαλεπίβολο σχέδιο για το Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, που τελικά οδήγησε στην απομάκρυνση των συλλογών φυσικής ιστορίας από το Βρετανικό Μουσείο και τη μεταφορά τους σε ένα νέο κτίριο στο Νότιο Κένσινγκτον, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λονδίνου. Διατήρησε τα καθήκοντά του μέχρι την ολοκλήρωση αυτού του εγχειρήματος το 1884, και μετά αποσύρθηκε σε μια ήσυχη ζωή στο Sheen Lodge, στο Richmond Park, μέχρι τον θάνατό του.
Προς το τέλος της καριέρας του κατηγορήθηκε πολλές φορές ότι δεν αναγνώριζε το έργο άλλων επιστημόνων και ότι προσπαθούσε μάλιστα να το οικειοποιηθεί ως δικό του. Αυτή η κατάσταση κορυφώθηκε το 1844, όταν ισχυρίστηκε πως το υλικό που είχε χρησιμοποιήσει σε μια διατριβή του για τους βελεμνίτες, ήταν αποκλειστικά δικό του, ενώ ήταν φανερό πως είχε ήδη παρουσιαστεί στην Γεωλογική Κοινότητα από τον Τσάνινγκ Πιρς λίγα χρόνια νωρίτερα. Αυτό το γεγονός είχε σαν συνέπεια την απομάκρυνσή του από τα συμβούλια της Ζωολογικής και της Βασιλικής Κοινότητας του Λονδίνου.
Ενώ ήταν απασχολημένος με τη δημιουργία καταλόγου της συλλογής του Ουίλιαμ Χάντερ, ο Όουεν δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό, αλλά ασχολήθηκε και με την ανατομία νέων δειγμάτων. Κατείχε εξάλλου το ειδικό προνόμιο να εξετάζει τα ζώα που πέθαιναν στους κήπους της Ζωολογικής Κοινότητας. Και όταν η Κοινότητα άρχισε να δημοσιεύει τα επιστημονικά πρακτικά των ενεργειών της το 1831, ήταν ο πιο παραγωγικός στην συνεισφορά διατριβών σχετικών με την ανατομία. Το πρώτο αξιόλογο δημοσίευμά του ήταν το Memoir on the Pearly Nautilus (Λονδίνο, 1832), που σε σύντομο χρονικό διάστημα αναγνωρίστηκε ως κλασικό. Από τότε συνέχισε να κάνει σημαντικές συνειφορές σε κάθε τομέα της συγκριτικής ανατομίας και της ζωολογίας μέσα σε μία περίοδο πενήντα ετών. Από τα Εντόζωα, η πιο σημαντική ανακάλυψή του ήταν αυτή του Trichina spiralis (1835), του παρασίτου που λυμαίνεται τους μυς του ανθρώπου στην ασθένεια που τώρα ονομάζεται τριχίνωση (δείτε επίσης, Τζέιμς Πάτζετ). Για τα Βραχιόποδα έκανε ειδική μελέτη, η οποία αναβάθμισε τη γνώση γύρω από αυτά και έλυσε το θέμα της κατηγοριοποίησης, η οποία έχει από καιρό υιοθετηθεί. Επίσης, περιέγραψε πολλά Κεφαλόποδα, ακόμα και εξαφανισμένα. Μάλιστα, ήταν αυτός που πρότεινε την παγκοσμίως αποδεκτή υποδιαίρεση αυτής της τάξης σε δύο σειρές, τα Διβραγχίατα και τα Τετραβραγχίατα (1832). Το προβληματικό Αρθρόποδο Limulus (Horseshoe crab)(είδος καβουριού που μοιάζει με αράχνη ή με σκορπιό) αποτέλεσε επίσης θέμα ειδικής μελέτης του (1873).
Οι τεχνικές περιγραφές του Όουεν για τα σπονδυλωτά ήταν πολυάριθμες και πιο εκτεταμένες από αυτές για τα ασπόνδυλα. Το έργο του Comparative Anatomy and Physiology of Vertebrates (Συγκριτική Ανατομία και Φυσιολογία των Σπονδυλωτών) (3 τόμοι, Λονδίνο, 1866-1868) ήταν πράγματι το αποτέλεσμα της μεγαλύτερης προσωπικής έρευνας για τέτοιου είδους έργο από την εποχή του Leçons d'anatomie comparée του Ζωρζ Κουβιέ. Όχι μόνο μελέτησε τα υπάρχοντα είδη, αλλά αφιέρωσε την προσοχή του στα απολιθώματα εξαφανισμένων ειδών, και έγινε και αυτός, μετά τον Κουβιέ, πρωτοπόρος στην παλαιοντολογία των σπονδυλωτών. Νωρίς στην καριέρα του μελέτησε συστηματικά τα δόντια των ζώων, και δημοσίευσε το έργο του για την Οδοντογραφία (1840-1845). Ανακάλυψε και περιέγραψε την εξαιρετικά περίπλοκη δομή των δοντιών εξαφανισμέμων ζώων, τα οποία ονόμασε Λαβυρινθόδοντες. Επίσης, μελέτησε το γένος των Πρωτόπτερων ψαριών.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του σχετικά με τα ερπετά σχετιζόταν με την μελέτη των σκελετών εξαφανισμένων ειδών, και τα απομνημονεύματά του δημοσιεύθηκαν τμηματικά στο έργο του History of British Fossil Reptiles (4 τόμοι, Λονδίνο, 1849-1884). Δημοσίευσε την πρώτη σημαντική γενική αναφορά για την μεγάλη ομάδα των Μεσοζωικών ερπετών της ξηράς, το οποία ονόμασε με το γνωστό πλέον όνομα Δεινοσαύρια. Επίσης ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τα πρώιμα Μεσοζωικά ερπετά της ξηράς, που είχαν ομοιότητες και με τα αμφίβια και με τα θηλαστικά, τα οποία ονόμασε Ανομοδόντια. Τα περισσότερα από αυτά τα δείγματα μεταφέρθηκαν από τη Νότια Αφρική ξεκινώντας το 1845 (Δικυνόδοντες), και αποτέλεσαν το υλικό για το έργο του Catalogue of the Fossil Reptilia of South Africa, που εκδόθηκε από το Βρετανικό Μουσείο το 1876. Σχετικά με τη μελέτη των πτηνών, αξίζει να αναφερθεί το έργο του για το πτηνό Αρχαιοπτέρυγξ (1863), το αρχαιότερο γνωστό πτηνό.
Μαζί με τον Μπέντζαμιν Χώκινς, ο Όουεν συνέβαλε στη δημιουργία των πρώτων γλυπτών πραγματικού μεγέθους που απεικόνιζαν τους δεινόσαυρους όπως μπορεί να ήταν στην πραγματικότητα. Μερικά δείγματα δημιουργήθηκαν για την Μεγάλη Έκθεση του 1851, αλλά τελικά παράχθησαν 33, όταν το Crystal Palace μεταφέρθηκε στο Sydenham στο νότιο Λονδίνο. Ο Όουεν παρέθεσε το πολυσυζητημένο δείπνο για 21 επιφανείς επιστήμονες μέσα στο κούφιο καλούπι του Ιγκουανόδοντα στις 31 Δεκεμβρίου του 1853.
Όσον αφορά τα θηλαστικά, η πιο εντυπωσιακή συνεισφορά του Όουεν είχε να κάνει με τα μαρσιποφόρα και με τον ανθρωπειδή πίθηκο. Επίσης, ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε δύο ομάδες οπληφόρων, τα Περισσοδάκτυλα και τα Αρτιοδάκτυλα, καθώς περιέγραφε κάποια απολιθώματα το 1848. Τα περισσότερα από τα γραπτά του για τα θηλαστικά, ωστόσο, έχουν να κάνουν με εξαφανισμένα είδη, στα οποία έστρεψε την προσοχή του λόγω των εντυπωσιακών απολιθωμάτων που είχε συλλέξει ο Δαρβίνος στη Νότια Αμερική. Το ενδιαφέρον του Όουεν για τα εξαφανισμένα θηλαστικά της Νοτίου Αμερικής οδήγησε στην αναγνώριση του γιγάντιου αρμαντίλο (δασύπους), το οποίο ονόμασε Γλυπτόδοντα (1839), καθώς και σε κάποιες μελέτες για τους γιγάντιους βραδύποδες Μυλόδοντες (1842) και τα Μεγαθήρια (1860).
Την ίδια χρονική περίοδο η ανακάλυψη απολιθωμένων οστών από τον Τόμας Μίτσελ στη Νέα Νότια Ουαλία, έδωσε στον Όουεν το υλικό για την πρώτη από μία μακρά σειρά δημοσιεύσεων για τα εξαφανισμένα θηλαστικά της Αυστραλίας, που επανατυπώθηκαν σε μορφή βιβλίου το 1877. Ανακάλυψε εξαφανισμένα καγκουρό τεράστια σε μέγεθος. Ενώ ήταν απασχολημένος με τόσο πολύ υλικό από το εξωτερικό, ο Όουεν ήταν απασχολημένος και με το να συλλέγει δεδομένα για παρόμοια απολιθώματα από τη Βρετανία, και τη διετία 1844-1846 δημοσίευσε το History of British Fossil Mammals and Birds (Ιστορία των Βρετανικών Θηλαστικών και Πτηνών Απολιθωμάτων), το οποίο ακολούθησαν διάφορα δημοσιεύματα σε μορφή απομνημονευμάτων, όπως το Monograph of the Fossil Mammalia of the Mesozoic Formations (Palaeont. Soc., 1871). Μία από τις μετέπειτα δημοσιεύσεις του είχε τον τίτλο Antiquity of Man as deduced from the Discovery of a Human Skeleton during Excavations of the Docks at Tilbury (Λονδίνο, 1884).
Μετά το ταξίδι με το Beagle, ο Κάρολος Δαρβίνος είχε στη διάθεσή του μια μεγάλη συλλογή δειγμάτων και στις 29 Οκτωβρίου 1836 ο Κάρολος Λάιελ τον σύστησε στον Όουεν, ο οποίος συμφώνησε να μελετήσει τα απολιθώματα που είχε συλλέξει ο Δαρβίνος στη Νότια Αμερική. Η ανακάλυψη του Όουεν ότι τα γιγάντια αφανισμένα πλάσματα ήταν τρωκτικά και βραδύποδες, οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι συγγένευαν με σύγχρονα είδη που ζούσαν στην ίδια περιοχή, και όχι ότι συγγένευαν με ζώα του ίδιου μεγέθους που ζούσαν στην Αφρική, όπως είχε αρχικά πιστέψει ο Δαρβίνος. Αυτό το συμπέρασμα έδωσε το έναυσμα στο Δαρβίνο για την ανάπτυξη της θεωρίας της φυσικής επιλογής.
Εκείνη την εποχή ο Όουεν υποστήριζε τη θεωρία ότι οι ζωντανοί οργανισμοί είχαν μια "ενέργεια", μια ζωτική ορμή που οδηγούσε την ανάπτυξη των ιστών και καθόριζε τη διάρκεια ζωής του κάθε είδους. Ο Δαρβίνος ήταν επιφυλακτικός με τις δικές του σκέψεις, κυρίως επειδή στις 29 Δεκεμβρίου του 1838 ως γραμματέας της Γεωλογικής Κοινότητας του Λονδίνου (Geological Society of London) είχε δει τον Όουεν και τους ομοϊδεάτες του να διακωμωδούν τις "αιρετικές" απόψεις της θεωρίας του Λαμάρκ που υποστήριζε ο πρώην καθηγητής του Δαρβίνου, Ρόμπερτ Έντμουντ Γκραντ. Το 1841 όταν ο Δαρβίνος, ήταν άρρωστος, ένας από τους λίγους φίλους από το χώρο των επιστημών που επισκέφτηκαν το Δαρβίνο, ήταν ο Ρίτσαρντ Όουεν. Ωστόσο, η αρνητική στάση του Όουεν σε οποιοδήποτε υπαινιγμό μετάλλαξης, έκανε το Δαρβίνο απρόθυμο να μιλήσει για τις θεωρίες του.
Καθώς η θεωρία του Δαρβίνου βρισκόταν υπό ανάπτυξη, η έρευνά του για τα όστρακα το 1849 τον οδήγησε στο συμπέρασμα πως η μεταμέρειά τους είχε κάποια σχέση με άλλα οστρακοειδή, και φανέρωνε πώς είχαν παρεκκλίνει από τα άλλα συγγενικά τους είδη. Σύμφωνα με τον Όουεν, τέτοιες "ομολογίες" στη συγκριτική ανατομία φανέρωναν "αρχέτυπα" του Θεϊκού σχεδίου, αλλά για τον Δαρβίνο αυτές ήταν αποδείξεις Καταγωγής. Ο Όουεν παρουσίασε απολιθώματα μιας εξελικτικής ακολουθίας αλόγων ως απόδειξη της ιδέας του περί εξέλιξης από αρχέτυπα με "συνεχή προκαθορισμένο τρόπο", και το 1854 έδωσε μια διάλεξη στο Βρετανικό Σύνδεσμο για την Ανάπτυξη της Επιστήμης (British Association for the Advancement of Science), υποστηρίζοντας πως ήταν αδύνατον οι κτηνώδεις πίθηκοι, όπως ο πρόσφατα ανακαληφθείς γορίλλας, να σταθούν όρθιοι και να μεταλλαχθούν σε ανθρώπους. Οι ακτιβιστές της εργατικής τάξης διασάλπιζαν την καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο. Για να συντριβούν τέτοιες ιδεολογίες, ο Όουεν ως εκλεγμένος πρόεδρος του Royal Association ανακοίνωσε πως οι μελέτες του πάνω στην ανατομία του εγκεφάλου των πρωτευόντων θηλαστικών έδειξαν πως οι άνθρωποι δεν ήταν απλώς ένα ξεχωριστό είδος, αλλά μια ξεχωριστή υποκατηγορία. Ο Δαρβίνος έγραψε πως "δεν μπορώ να δεχτώ ότι ο Άνθρωπος είναι τόσο πολύ διαφορετικός από τον Χιμπατζή". Ο μαχητικός Τόμας Χάξλεϋ στη διάλεξή του στο Royal Institution το Μάρτιο του 1858 ισχυρίστηκε ότι δομικά οι γορίλλες μοιάζουν με τους ανθρώπους όσο μοιάζουν και με τους μπαμπουίνους, και πρόσθεσε ότι πίστευε πως οι " διανοητικές και ηθικές ικανότητες είναι ουσιαστικά...του ίδιου είδους στα ζώα και στους ανθρώπους". Αυτή ήταν μια ξεκάθαρη αμφισβήτηση της διάλεξης του Όουεν περί ανθρώπινης μοναδικότητας, που είχε δοθεί σις ίδιες εγκαταστάσεις.
Όταν δημοσιεύθηκε η θεωρία του Δαρβίνου, με το έργο The Origin of Species, ο Δαρβίνος έστειλε ένα αντίγραφο στον Όουεν, σχολιάζοντας πως ίσως του φαινόταν "αποτρόπαιο". Ο Όουεν αποκρίθηκε με ευγένεια πως από καιρό πίστευε ότι "υπάρχουσες επιρροές" ευθύνονταν για την καθορισμένη γέννηση των ειδών. Έκαναν μαζί μεγάλες συζητήσεις και ο Όουεν έλεγε πως το βιβλίο αυτό πρόσφερε την καλύτερη εξήγηση "που δημοσιεύθηκε ποτέ για τον τρόπο σχηματισμού των ειδών", αν και είχε ακόμα σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη μετάλλαξη του ανθρώπου. Φαίνεται πως ο Δαρβίνος είχε διαβεβαιώσει τον Όουεν πως θεωρούσε πως όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα των θεϊκών νόμων, και ο Όουεν πίστεψε πως είχαν την κοινή πεποίθηση στις "δυνάμεις της δημιουργίας".
Ωστόσο, ο Όουεν λόγω της θέσης του στον τομέα της Επιστήμης, έγινε δέκτης πολλών παραπόνων για το βιβλίο. Η δική του θέση παρέμενε άγνωστη: κατά τη διάρκεια ομιλίας του στην Κοινοβουλευτική επιτροπή για την ανάγκη ενός νέου μουσείου Φυσικής Ιστορίας, τόνισε πως "όλη η κοινότητα των διανοούμενων έχει ενθουσιαστεί με ένα βιβλίο για την καταγωγή των ειδών. Και ποια είναι η συνέπεια; Οι επισκέπτες του Βρετανικού Μουσείου ζητούν να δουν όλες τις ποικιλίες των διαφόρων ειδών, και εγώ υποχρεώνομαι με ντροπή να τους πω πως "δεν μπορώ να σας δείξω τίποτα από όλα αυτά"... Ο χώρος δεν μας το επιτρέπει. Αλλά πρέπει κάπου να υπάρχει κάποιος χώρος, και αν όχι στο Βρετανικό Μουσείο, που θα μπορούσε να υπάρχει;"
Ωστόσο, οι επιθέσεις του Τόμας Χάξλεϋ, ο οποίος υποστήριζε ένθερμα τις απόψεις του Δαρβίνου, είχαν τις συνέπειές τους. Όταν δημοσιεύθηκε η κριτική του Όουεν για το Origin of Species τον Απρίλιο του 1860, ήταν φανερός ο θυμός του που ο Δαρβίνος αγνόησε το θέμα της θεϊκής δημιουργίας και της καθορισμένης πορείας των ζωντανών οργανισμών. Για αυτόν, τα νέα είδη εμφανίζονταν με τη γέννησή τους και όχι μέσω της φυσικής επιλογής. Εκτός από τις επιθέσεις του προς τους "μαθητές" του Δαρβίνου, Χούκερ και Χάξλεϋ, για την κοντόφθαλμη εμμονή τους, πίστευε ότι το βιβλίο αυτό συμβόλιζε την "κακοποίηση της επιστήμης... στην οποία ένα γειτονικό έθνος, πριν από εβδομήντα χρόνια, όφειλε την προσωρινή υποβάθμισή του", αναφερόμενος στην Γαλλική Επανάσταση. Ο Δαρβίνος χαρακτήρισε την κριτική αυτή "κακοήθη, έξυπνη, και ...καταστρεπτική", και αργότερα σχολίασε πως "οι Λονδρέζοι λένε πως είναι τρελός από ζήλια επειδή το βιβλίο μου είναι τόσο πολυσυζητημένο. Είναι οδυνηρό να σε μισούν σε τόσο μεγάλη ένταση, όσο ο Όουεν μισεί εμένα."
Κατά την διάρκεια των αντιδράσεων στη θεωρία του Δαρβίνου, οι αντιπαραθέσεις του Χάξλεϋ με τον Όουεν συνεχίστηκαν. Ο Όουεν προσπάθησε να αμαυρώσει τον Χάξλεϋ, εμφανίζοντάς τον ως "υποστηρικτή της καταγωγής του ανθρώπου από μεταλλαγμένο πίθηκο". Όταν ο Χάξλεϋ έγινε μέλος του συμβουλίου της Ζωολογικής Κοινότητας το 1861, ο Όουεν παραιτήθηκε και τον επόμενο χρόνο ο Χάξλεϋ προσπάθησε να εμποδίσει την εκλογή του Όουεν στο συμβούλιο της Βασιλικής Κοινότητας, κατηγορώντας τον για "επιτηδευμένη ψευδότητα".
Τον Ιανουάριο του 1863 ο Όυεν αγόρασε το απολίθωμα του πτηνού Αρχαιοπτέρυγξ για το Βρετανικό Μουσείο. Αυτό επιβεβαίωνε την πρόβλεψη του Δαρβίνου ότι ένα είδος πρωτο-πτηνού με μη κολλημένα φτερά θα βρισκόταν, αν και ο Όουεν το περιέγραψε κατηγορηματικά ως πτηνό.
Οι διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών του Όουεν και του Δαρβίνου συνεχίστηκαν. Το 1871 ο Όουεν είχε συμμετάσχει σε απειλές για την διακοπή της χρηματοδότησης της βοτανικής συλλογής του Τζόζεφ Ντάλτον Χούκερ στο Kew, πιθανώς σε μια προσπάθεια να καρπωθεί ο ίδιος τη χρηματοδότηση για το Βρετανικό Μουσείο. Ο Δαρβίνος σχολίασε πως "ντρεπόμουν που τον μισούσα τόσο πολύ, αλλά πλέον θα διατηρώ προσεκτικά το μίσος και την περιφρόνησή μου εναντίον του μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής μου".
Τα λεπτομερή απομνημονεύματα και οι περιγραφές του Όουεν απαιτούν μεγάλη προσοχή κατά την ανάγνωσή τους, λόγω της ονοματολογίας τους και των διφορούμενων εκφραστικών μέσων. Εξάλλου, το γεγονός ότι μικρό μόνο μέρος της ορολογίας του βρήκε παγκόσμια αποδοχή, έχει προκαλέσει μεγαλύτερη από το αναμενόμενο παραμέλησή τους. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι ο Όουεν ήταν πρωτοπόρος στην ακριβή ονοματολογία της ανατομίας και ότι, όσον αφορά τουλάχιστον τον σπονδυλωτό σκελετό, η ορολογία του ήταν σχεδιασμένη σε προσεκτικά δομημένη φιλοσοφική βάση, και ήταν η πρώτη που έκανε σαφή διαχωρισμό μεταξύ των γνωστών πια φαινομένων της αναλογίας και της ομολογίας. Η θεωρία του Όουεν για το Αρχέτυπο και τις Ομολογίες του Σπονδυλωτού Σκελετού (1848), για την οποία έδωσε επεξηγήσεις αργότερα και με το έργο του On the Nature of Limbs (Περί της φύσης των άκρων του σώματος) (1849), θεωρούσε τον σπονδυλωτό σκελετό ως αποτελούμενο από μια σειρά θεμελιωδώς όμοιων τμημάτων, το καθένα από τα οποία ήταν τροποποιημένο ανάλογα με τη θέση και τη λειτουργία του. Η θεωρία αυτή ήταν αρκετά ευφάνταστη, και καταρρίφθηκε από τις αποδείξεις τις εμβρυολογίας, την οποία ο Όουεν συστηματικά αγνοούσε. Ωστόσο, μέσω μιας ατελούς και διαστρεβλωμένης άποψης για κάποιες συγκεκριμένες αλήθειες, κατείχε μια ξεχωριστή αξία την εποχή της σύλληψής της.
Στην συζήτηση για τα βαθύτερα προβλήματα της φιλοσοφίας της βιολογίας δεν είχε κάποια ιδιαίτερη συνεισφορά. Οι γενικεύσεις του σπάνια εκτείνονταν πέρα από τα στενά όρια της συγκριτικής ανατομίας, τα φαινόμενα της προσαρμογής ανάλογα με τη λειτουργία, και τα δεδομένα της γεωγραφικής ή της γεωλογικής κατανομής. Η διάλεξή του σχετικά με την παρθενογένεση, ωστόσο, που δημοσιεύθηκε το 1849, περιείχε την έννοια της θεωρίας του σπερματικού πρωτοπλάσματος, που αργότερα αναπτύχθηκε από τον August Weismann. Επίσης έκανε αρκετές ασαφής δηλώσεις σχετικά με την γεωλογική ακολουθία των γενών και των ειδών των ζώων και την πιθανή προέλευση του ενός από το άλλο. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις αλλαγές που παρουσιάστηκαν από τους διαδοχικούς προδρόμους των κροκοδείλων (1884) και των αλόγων (1868). Αλλά δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρο κατά πόσο δεχόταν τα σύγχρονα δόγματα της οργανικής εξέλιξης. Αρκούνταν στην απλή παρατήρηση ότι "η επαγωγική επιστημονική απόδειξη της φύσης και του τρόπου λειτουργίας των νόμων που διέπουν τη ζωή, αποτελούν πλέον τον μεγάλο στόχο του φιλοσοφικού φυσιοδίφη."
Ο Όυεν είχε χαρακτηριστεί από πολλούς ως κακός, ανέντιμος και μισητός άνθρωπος. Μάλιστα, ένας καθηγητής της Οξφόρδης περιέγραψε κάποτε τον Όουεν ως "μεγάλο ψεύτη".[7] Ο Όουεν ισχυρίστηκε πως ο ίδιος και ο Ζωρζ Κουβιέ είχαν ανακαλύψει τον Ιγκουανόδοντα (Iguanodon), μην αναγνωρίζοντας καμία συμμετοχή σε αυτή την ανακάλυψη του πρώτου επιστήμονα που ανακάλυψε τον δεινόσαυρο, του Γιδεών Μαντέλ. Αυτή δεν ήταν η πρώτη ή η τελευταία φορά που ο Όουεν παρουσίαζε ως δική του μια ανακάλυψη ενώ στην ουσία δεν ήταν.
Έχει επίσης υποστηριχθεί από κάποιους συγγραφείς, όπως ο Μπιλ Μπράισον, ότι ο Όουεν χρησιμοποιούσε ακόμα και την επιρροή του στην Βασιλική Κοινότητα για να διασφαλίσει ότι πολλές από τις ερευνητικές εργασίες του Μαντέλ δεν θα δημοσιεύονταν ποτέ.
Όταν ο Μαντέλ έμεινε παράλυτος μετά από κάποιο δυστύχημα, Όουεν εκμεταλλεύτηκε την κατάστασή του και "ξαναβάφτισε" πολλούς από τους δεινοσαύρους που είχαν ονομαστεί από τον Μαντέλ, και προσπάθησε να οικειοποιηθεί την αναγνώριση για τον εαυτό του. Όταν ο Μαντέλ αυτοκτόνησε, ο επικήδειός του ανέφερε πως ήταν λίγο παραπάνω από ένας μέτριος επιστήμονας με λίγες αξιόλογες συνεισφορές. Όλοι οι γεωλόγοι της περιοχής τότε θεώρησαν πως ο συγγραφέας του επικήδειου πρέπει να ήταν ο Όουεν. Τελικά, ο Όουεν εκδιώχθηκε από το Ζωολογικό συμβούλιο της Βασιλικής Κοινότητας για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.