From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ωφελιμισμός (αγγλ.: Utilitarianism) είναι ο τίτλος ενός έργου του Βρετανού φιλοσόφου Τζον Στιούαρτ Μιλ (1806-1873), που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1861. Στο έργο αυτό, ο Μιλ αναλύει τη δική του εκδοχή περί του ωφελιμισμού και αποδομεί τα επιχειρήματα που είχαν διατυπωθεί εναντίον του. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας. Στην Ελλάδα, το έργο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» σε μετάφραση και με σχόλια του Φιλήμονα Παιονίδη[1].
Συγγραφέας | Τζον Στιούαρτ Μιλ |
---|---|
Τίτλος | Utilitarianism |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1861 |
Θέμα | φιλοσοφία ωφελιμισμός moral philosophy ηθική |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η ηθική αρχή του ωφελιμισμού είχε αναπτυχθεί και διαδοθεί ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, ιδίως από τον Τζέρεμι Μπένθαμ καθώς και από το φίλο του τελευταίου και πατέρα του Τζον Στιούαρτ, τον Τζέιμς Μιλ. Ο Τζέιμς Μιλ ανέθρεψε το μοναχογιό του κατά μόνας (ιδιωτικά) και προσπαθούσε συστηματικά να τον αποτρέψει από συναναστροφές με συνομήλικούς του, για να μην επηρεαστεί, όπως νόμιζε, αρνητικά[2]. Έτσι, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ εξελίχθηκε από νωρίς σε έναν πολύπλευρα μορφωμένο διανοούμενο, που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη θεωρία του ωφελιμισμού, αλλά ταυτόχρονα η σχέση του με τον πατέρα του και με τις φιλοσοφικές του θεωρίες ήταν εξαρχής επιβαρυμένη με έντονα ψυχολογικά συμπλέγματα[3]. Σε ηλικία 14 ετών έμεινε στη Γαλλία για ένα έτος στο σπίτι του αδερφού του Τζέρεμι Μπένθαμ, του Σαμουήλ, και έγραψε για τα ωφελιμιστικά έργα τόσο του Τζέρεμι Μπένθαμ, όσο και του πατέρα του[4]. Τη δεκαετία του 1830, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, συνέγραψε σειρά δοκιμίων, στα οποία υιοθέτησε μια πιο κριτική στάση απέναντι στην εκδοχή του ωφελιμισμού που υποστήριζαν ο Τζέρεμι Μπένθαμ και ο πατέρας του[5]. Τα επόμενα χρόνια, το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε περισσότερο στη γενική φιλοσοφία και στην οικονομία και από τα μέσα της δεκαετίας του 1850 άρχισε πάλι να ασχολείται εντονότερα με την πολιτική φιλοσοφία. Το 1859 δημοσίευσε το κείμενο On Liberty και το 1861 το Utalitarianism (Ωφελιμισμός), αρχικά στο Frasers Magazine και δύο χρόνια αργότερα ως ξεχωριστό βιβλίο[6]. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αυτού αρχικά είχε σχεδιαστεί να αποτελέσει ανεξάρτητο δοκίμιο και έτσι εντάχθηκε στο συνολικό έργο αργότερα[7]. Σε μετέπειτα εκδόσεις του έργου ο Μιλ δεν έκανε παρά ελάχιστες αλλαγές.
Το σχετικά σύντομο αυτό κείμενο διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο, ο Μιλ εντάσσει τη θεωρία του στο γενικότερο πλαίσιο της ηθικής φιλοσοφίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο, διασαφηνίζει τη δική του αντίληψη για τον ωφελιμισμό, στο τρίτο και στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζει το ζήτημα της έσχατης θεμελίωσης των συστημάτων ηθικής φιλοσοφίας γενικά και του ωφελιμισμού ειδικότερα και στο τελευταίο κεφάλαιο αναπτύσσει τη θεωρία του περί του ωφελιμισμού στο γενικότερο πλαίσιο της έννοιας της δικαιοσύνης.
Το ερώτημα σχετικά με το ποιο είναι το ύψιστο αγαθό (summum bonum) και ποια είναι η πρώτη αρχή της ηθικής, ή, με άλλα λόγια, ποιο είναι το υπέρτατο κριτήριο μέσω του οποίου θα κατανοούμε το ορθό και το εσφαλμένο, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά ερωτήματα της φιλοσοφίας. Κατά τον Μιλ, ήδη ο Πλάτων είχε υποστηρίξει σχετικά με το ερώτημα αυτό μια ωφελιμιστική προσέγγιση[8]. Αντίθετα, ο Καντ είχε αναγάγει σε πρώτη αρχή την κατηγορική προσταγή, από την οποία, όμως, «αποτυγχάνει, με ένα σχεδόν εξωφρενικό τρόπο» να συναγάγει κάποια πραγματικά ηθικά καθήκοντα[9]. Ο Μιλ δηλώνει ότι θα επιδιώξει να εξηγήσει και να αποδείξει την ωφελιμιστική θεωρία, ωστόσο, προειδοποιεί τους αναγνώστες του ότι δεν είναι δυνατό να «αποδειχθεί», με μια αυστηρή σημασία του όρου, ότι η ωφελιμιστική αρχή αποτελεί το ύψιστο αγαθό[10]. Εκείνο που μπορεί να γίνει είναι να παρουσιαστούν ορισμένα επιχειρήματα υπέρ αυτής, ώστε η αποδοχή της να είναι έλλογη και «όχι απόρροια τυφλού ενστίκτου ή αυθαίρετης επιλογής».
Ο Μιλ ορίζει τον ωφελιμισμό ως τη θεωρία που πρεσβεύει ότι «οι πράξεις είναι ορθές στο βαθμό που τείνουν να μεγιστοποιούν την ευτυχία και εσφαλμένες στον βαθμό που τείνουν να προκαλούν ό,τι αντίκειται σε αυτήν. Ως ευτυχία εννοείται η ηδονή και η απουσία του πόνου· ως δυστυχία ο πόνος και η στέρηση της ηδονής[11]». Κρίσιμο είναι στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι ο Μιλ δεν αναφέρεται στη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία του δρώντος μόνο, αλλά «τη μεγαλύτερη ποσότητα ευτυχίας εν γένει[12]».
Στη συνέχεια ο Μιλ αναφέρεται στην ηδονιστική θεωρία που βρίσκεται στον πυρήνα του ωφελιμισμού, διευκρινίζοντας, όμως, ότι δεν εννοεί ότι οι άνθρωποι προτιμούν κάθε είδους ηδονή, αλλά τις ποιοτικά ανώτερες ηδονές. Ειδικότερα, σε εκείνους που, από την εποχή του Επίκουρου και των οπαδών του, χαρακτηρίζουν ως άξια μόνο για γουρούνια την υπόθεση ότι στη ζωή δεν υπάρχει κανένας υψηλότερος στόχος από την ηδονή, ο Μιλ απαντά καταρχάς με τον τρόπο που οι ίδιοι οι Επικούρειοι αντιμετώπιζαν τέτοιες επιθέσεις: «άπαξ και οι κατήγοροί τους υποθέτουν ότι οι άνθρωποι μπορούν να νιώθουν μόνο τις ηδονές των γουρουνιών, οι ίδιοι οι επικριτές τους είναι οι μοναδικοί που προβάλλουν μια υποτιμητική εικόνα της ανθρώπινης φύσης[13]». Υποστηρίζει στη συνέχεια ότι οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με λειτουργίες ανώτερες των ζωικών ορέξεων και ότι, όταν το συνειδητοποιούν, παύουν να θεωρούν ευτυχία οτιδήποτε δεν περικλείει την ικανοποιητική άσκησή τους. «Αυτοί που έχουν εξίσου εμπειρία και των δύο τρόπων ύπαρξης και δύνανται να τους εκτιμήσουν και να τους απολαύσουν, προτιμούν χαρακτηριστικά εκείνον που περικλείει τις ανώτερες λειτουργίες τους. Λίγοι άνθρωποι θα δέχονταν να μεταμορφωθούν σε κατώτερα ζώα με την υπόσχεση ότι θα απολαύσουν στο έπακρο τις ηδονές των κτηνών[14]». Έτσι ο Μιλ καταλήγει στο συμπέρασμα, που είναι και από τα πλέον γνωστά αποφθέγματα που του αποδίδονται: «Είναι προτιμότερο να είναι κανείς ένας ανικανοποίητος άνθρωπος παρά ένα ικανοποιημένο γουρούνι· ένας ανικανοποίητος Σωκράτης παρά ένας ικανοποιημένος ηλίθιος. Και εάν ο ηλίθιος ή το γουρούνι έχουν διαφορετική γνώμη, είναι επειδή βλέπουν μόνο τη μία όψη του ζητήματος, τη δική τους. Η άλλη, όμως, πλευρά σε αυτή τη σύγκριση αντιλαμβάνεται και τις δύο όψεις του[14]».
Στο ίδιο πλαίσιο, της ποιοτικής δηλαδή διάκρισης των ηδονών, ο Μιλ σπεύδει να αντιπαλαίσει ένα εμπειρικό αντεπιχείρημα, ότι στην πραγματικότητα πολλοί άνθρωποι, αν και είναι ικανοί για ανώτερες ηδονές, περιστασιακά αναβάλλουν την απόλαυσή τους, υποκύπτοντας στον πειρασμό των κατώτερων ηδονών. Στο σημείο αυτό ο Μιλ μετέρχεται μιας μεταφοράς, λέγοντας ότι «η ικανότητα για τα ευγενέστερα αισθήματα ομοιάζει με ένα λεπτεπίλεπτο φυτό που κινδυνεύει να μαραθεί, όχι μόνο από τις εχθρικές επεμβάσεις, αλλά και από την έλλειψη τροφής. […] Οι άνθρωποι χάνουν τις υψηλές φιλοδοξίες τους καθώς χάνουν τις διανοητικές κλίσεις τους, γιατί δεν έχουν τον χρόνο ή την ευκαιρία να τις ικανοποιούν. Και καταντούν να εξαρτώνται από τις κατώτερες ηδονές, όχι επειδή αυτές αποτελούν την έλλογη προτίμησή τους, αλλά επειδή είτε είναι οι μόνες στις οποίες έχουν πρόσβαση είτε οι μόνες που μπορούν πλέον να απολαύσουν[15]».
Στο τρίτο κεφάλαιο ο Μιλ θέτει αρχικά το ερώτημα που ισχύει για οποιοδήποτε ηθικό κριτήριο, δηλαδή: «Πώς δικαιολογείται; Τι κίνητρα παρέχονται προκειμένου να συμμορφωθούμε με αυτό; Ή, πιο συγκεκριμένα, από πού προέρχονται οι υποχρεώσεις που μας επιβάλλει; Ποιά είναι η πηγή της δεσμευτικής ισχύος του;[16]». Ο Μιλ υποδεικνύει στην απάντησή του περισσότερους του ενός λόγους, τόσο αυτούς που ισχύουν για οποιαδήποτε ηθική θεωρία, όσο και κάποιους που σχετίζονται αποκλειστικά με τον ωφελιμισμό. Επικαλείται δικαιολογήσεις τόσο εξωτερικές, δηλαδή κίνητρα που δημιουργούνται στο υποκείμενο από τη στάση άλλων (π.χ. το φόβο των κυρώσεων ή το σεβασμό στο Θείο)[17], όσο και την εσωτερική δικαιολόγηση, δηλαδή το λόγο που κινητοποιεί σε δράση το υποκείμενο και προέρχεται από αυτό το ίδιο, ανεξάρτητα από το τι επιθυμούν οι άλλοι. Αυτή η εσωτερική δικαιολόγηση είναι η αίσθηση του καθήκοντος, «ένα αίσθημα μέσα μας, ένας λιγότερο ή περισσότερο έντονος πόνος που έπεται της παραμέλησης του καθήκοντος και που στις κατάλληλα καλλιεργημένες ηθικές φύσεις καθιστά αδύνατη την αποφυγή εκτέλεσής του[18]».
Στο τέταρτο κεφάλαιο, ο Μιλ επιχειρεί να καταδείξει γιατί η προαγωγή της ευτυχίας καταλαμβάνει την κεντρική θέση στην ηθική θεωρία του. Ο ίδιος συνοψίζει τη βασική του θέση ως εξής: «Η ανθρώπινη φύση είναι με τέτοιον τρόπο δομημένη, ώστε να μην επιθυμεί τίποτα που δεν είναι μέρος της ευτυχίας ή μέσο για την επίτευξή της[19]». Η απόδειξη του ισχυρισμού του εκτείνεται στις παραγράφους 1-8[20]:
Ο καθένας διαπιστώνει ότι επιθυμεί την ευτυχία του και τη θεωρεί αγαθό, και το ίδιο παρατηρεί ότι συμβαίνει με τους άλλους. Έτσι, το άθροισμα των ατομικών ευτυχιών συγκροτεί την ευτυχία της ανθρωπότητας και αποτελεί για αυτή αγαθό (IV.3). Προκειμένου, όμως, να επιτύχει το στόχο του, ο Μιλ πρέπει να δείξει πως η ευτυχία αποτελεί και το μοναδικό αγαθό. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να προβληθεί η αντίρρηση ότι οι άνθρωποι επιζητούν και άλλα πράγματα, όπως την αρετή (IV.4). Στις παραγράφους 5 έως 8 ο Μιλ θα υποστηρίξει πως η αρετή, ενώ αρχικά θεωρείτο μέσο για την επίτευξη της ευτυχίας και την αποφυγή του πόνου, σταδιακά, λόγω της συνειρμικής σύνδεσης με το αντικείμενό της άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως ένα «αύταρκες αγαθό». Η διαδικασία αυτή είναι η ίδια που συνέβη και με άλλες ανθρώπινες επιθυμίες, όπως τη φιλαργυρία και τη φιλαρχία. Έτσι, η αρετή μεταμορφώθηκε από μέσο σε στοιχείο της ευτυχίας και ως τέτοιο μπορεί να επιθυμείται καθ’ εαυτό και δι’ εαυτό.
Ο Μιλ δέχεται οι άνθρωποι διακατέχονται από ένα αίσθημα δικαίου, βασικά στοιχεία του οποίου είναι:
Υπό τον όρο «υποχρέωση» ο Μιλ αντιλαμβάνεται οτιδήποτε μπορεί να απαιτείται από το άτομο και το οποίο, όταν δεν εκπληρώνεται, επισείει την τιμωρία, είτε από τα δικαστήρια είτε απλά μέσω της αποδοκιμασίας των άλλων ατόμων. Από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζει ο Μιλ, υπάρχουν πράξεις, στις οποίες θα επιθυμούσαμε να προβούν οι άλλοι άνθρωποι, δεν μπορούμε, όμως, και να τις απαιτήσουμε. Αποκαλούμε δηλαδή «λανθασμένη» μόνο εκείνη την διαγωγή (πράξη ή παράλειψη) του ατόμου, για την οποία θεωρούμε ότι θα έπρεπε να τιμωρηθεί[26]. Στη βάση αυτή, ο Μιλ προβαίνει στη διάκριση μεταξύ «τέλειων και ατελών καθηκόντων[27]».
Κατά τον Μιλ, «τα δύο ουσιώδη συστατικά του αισθήματος της δικαιοσύνης είναι η επιθυμία να τιμωρηθεί το άτομο που έγινε πρόξενος βλάβης και η γνώση, ή η πεποίθηση, ότι υπάρχει ένα ή περισσότερα άτομα που έχουν υποστεί τη βλάβη[28]». Η επιθυμία για επιβολή τιμωρίας απορρέουν από τα ένστικτα της αυτοάμυνας και της συμπάθειας (empathy)[29]. Αυτή η επιθυμία για ανταπόδοση είναι μεν ένα αίσθημα που αυτό καθ’ εαυτό δεν έχει τίποτα το ηθικό, ωστόσο, η εφαρμογή του στο επίπεδο της κοινωνίας έχει ηθική αξία, γιατί εξυπηρετείται το συλλογικό συμφέρον[30]. Εν κατακλείδι, το «αίσθημα περί δικαίου […] είναι η ζωική επιθυμία να εκδικηθούμε ή να αντιδράσουμε σε μια βλάβη ή ζημία που προξένησαν σε εμάς ή στα άτομα που συμπαθούμε, η οποία έχει διευρυνθεί τόσο πολύ από την ικανότητα των ανθρώπων για εκτεταμένη συμπάθεια και την αντίληψή τους περί πεφωτισμένου ατομικού συμφέροντος, ώστε να περιλαμβάνει τους πάντες[31]».
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.