From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (γερμ. Sozialdemokratische Partei Deutschlands, SPD) είναι σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό κόμμα στην Γερμανία, ένα από τα δύο μεγαλύτερα της χώρας, μαζί με την Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU). Συμπρόεδροι του κόμματος είναι η Σασκία Έσκεν και ο Λάρς Κλινγκμπέιλ, ενώ ο καγκελάριος της χώρας Όλαφ Σολτς αποτελεί μέλος του.
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας Sozialdemokratische Partei Deutschlands | |
---|---|
Ίδρυση | 23 Μαΐου 1863 (ADAV) 7 Αυγούστου 1869 (SDAP) |
Έδρα | Willy-Brandt-Haus D-10911 Βερολίνο |
Ιδεολογία | Σοσιαλδημοκρατία Φιλοευρωπαϊσμός[α] Σοσιαλφιλελευθερισμός Προοδευτισμός |
Πολιτικό φάσμα | Κεντροαριστερά |
Ευρωπαϊκή προσχώρηση | Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα |
Ομάδα Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | Σοσιαλιστές & Δημοκράτες |
Διεθνής προσχώρηση | Σοσιαλιστική Διεθνής |
Χρώματα | Ερυθρό |
Μπούντεσταγκ | 206 / 736 |
Μπουντεσράτ | 19 / 69 |
Kοινοβούλια Ομόσπονδων Κρατιδίων | 463 / 1.900 |
Πρόεδροι κρατιδίων | 7 / 16 |
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο | 14 / 96 |
Σημαία κόμματος | |
Ιστότοπος | |
spd.de | |
Πολιτικό σύστημα Γερμανίας Πολιτικά κόμματα Εκλογές |
Εντός του SPD διακρίνονται κυρίως δύο πολιτικά ρεύματα: οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες όπως ο Χάικο Μάας και η Χάιντε Ζιμόνις (παλαιότερα και ο Όσκαρ Λαφοντέν) και οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες, στους οποίους ανήκουν οι Βόλφγκανγκ Κλέμεντ και Χέλμουτ Σμιτ. Ενώ οι δεξιοί του κόμματος υποστηρίζουν την μεταρρυθμιστική πολιτική του Γκέρχαρντ Σρέντερ, οι αριστεροί αγωνίζονται για την αποκατάσταση της αριστερής φυσιογνωμίας του SPD, η οποία κατά τη γνώμη τους έχει χαθεί τα τελευταία χρόνια.
Το πρόγραμμα του κόμματος έχει τροποποιηθεί αρκετές φορές στα περισσότερα από 140 έτη της ιστορίας του. Ενώ στις αρχές του ήταν καθαρά μαρξιστικό εργατικό κόμμα, το 1959 μετατράπηκε και επίσημα, τροποποιώντας το πρόγραμμά του, σε ένα κόμμα λαϊκής βάσης με κεντροαριστερή πορεία.[2]
Το «Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας» ιδρύθηκε στις 23 Μαΐου 1863 στη Λειψία από τον Φέρντιναντ Λασάλ, με το όνομα «Γενικός Σύνδεσμος Γερμανών Εργατών» (Allgemeiner Deutscher Arbeiterverein - ADAV) και είναι το μεγαλύτερο σε ηλικία σύγχρονο κόμμα της Γερμανίας.
Στο ξεκίνημά του το κόμμα βρισκόταν κοντά στα εργατικά συνδικάτα και ιδεολογικά υποστήριζε τον επαναστατικό μαρξισμό, όπως και τα περισσότερα σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του 19ου αιώνα. Στην ιδεολογική αυτή στάση οφείλεται ότι το κίνημα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας καταπιέστηκε έντονα στο Γερμανικό Ράιχ της εποχής, ειδικά υπό την καγκελαρία του Ότο φον Μπίσμαρκ. Παρόλα αυτά όμως έγινε το μεγαλύτερο κόμμα του τότε καιρού, αφού αντιπροσώπευε το τεράστιο στρώμα των εργατών, οι οποίοι βρίσκονταν σε κοινωνικά δύσκολη θέση.
Στις 27 Μαΐου 1875 ενώθηκε με το «Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα» (Sozialdemokratische Arbeiterpartei), που είχαν ιδρύσει οι Άουγκουστ Μπέμπελ και Βίλχελμ Λίμπκνεχτ.
Το φθινόπωρο του 1890 το κόμμα πήρε το σημερινό του όνομα.
Το ίδιο έτος πήρε στις εκλογές τα 19,8 % των ψήφων (35 έδρες) ενώ το 1912 διατηρούσε με 34,8 % των ψήφων την μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα στο Ράιχσταγκ (110 έδρες).[3]
Στις αρχές του 20ού αιώνα ο σοσιαλδημοκράτης Έντουαρντ Μπέρνσταϊν σε μια σειρά άρθρων του διατύπωσε τη θεωρία ότι η σοσιαλδημοκρατία θα έπρεπε να εγκαταλείψει τα επαναστατικά συνθήματα και να εξελιχτεί σε δημοκρατικό μεταρρυθμιστικό κόμμα (Revisionismustheorie). Με την λεγόμενη αυτή ρεβιζιονιστική του θέση ο Μπέρνσταϊν ήρθε σε αντίθεση με τις επαναστατικές δυνάμεις εντός του κόμματος, αλλά τελικά οι θεωρίες του επηρέασαν την πορεία του κόμματος, ειδικά στην περίοδο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μια μέρα μετά την κήρυξη πολέμου της Γερμανίας κατά της Ρωσίας, στα πλαίσια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, η κοινοβουλευτική ομάδα του SPD συμφώνησε στη χρηματοδότηση του πολέμου. Επίσης συμφώνησε σε μια ανακωχή (Burgfrieden) με την κυβέρνηση, υποσχόμενο να απέχει από οποιαδήποτε απεργία στη διάρκεια του πολέμου. Ο μόνος βουλευτής του SPD αλλά και ολόκληρου του Ράιχσταγκ που καταψήφισε τις προτάσεις αυτές ήταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ (γιος του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ). Μετά από το συλλαλητήριο της 1 Μαΐου 1916 καταδικάστηκε από δικαστήριο για την αντιπολεμική του δράση και φυλακίστηκε για τεσσεράμισι χρόνια. Ο πόλεμος όμως συνέχισε να δημιουργεί ένα σχίσμα στο κόμμα, αφού η απέχθεια για τον πόλεμο και η δυσαρέσκεια απέναντι στην ηγεσία άρχισε να αγκαλιάζει πλατιά στρώματα της βάσης και των μεσαίων στελεχών του SPD. Τον Mάρτιο του 1917 διαγράφτηκαν από μέλη 45 διαφωνούντες βουλευτές με αποτέλεσμα το να ιδρυθεί το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα της Γερμανίας (USPD), το οποίο δραστηριοποιήθηκε μέχρι το 1922.
Έτσι οι υποστηρικτές του πολέμου σοσιαλδημοκράτες παρέμειναν στο SPD υπό την ηγεσία του Φρίντριχ Έμπερτ και του Φίλιπ Σάιντεμαν ενώ οι αντίθετοι συγκεντρώθηκαν στο νέο USPD, ο πρόεδρος του οποίου ήταν ο Χούγκο Χάζε, που μέχρι τον Ιανουάριο του 1917 διατέλεσε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD. Μέλη του νέου κόμματος ήταν κυρίως αριστεροί όπως ο Χάζε, ο Έρνστ Τέλμαν και ο Κουρτ Άισνερ. Η επαναστατική «Ένωση Σπάρτακος» (Spartakusbund), την οποία είχε ιδρύσει η Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1915, προσχώρησε στο USPD και σχημάτισε την αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Προσχώρησαν όμως και "δεξιοί" όπως ο μεταρρυθμιστής αναθεωρητής Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, ο οποίος δεν υποστήριζε την επανάσταση, ούτε όμως τον πόλεμο.
Αφού ο πόλεμος πλησίαζε το τέλος του και η γερμανική στρατιωτική ηγεσία αποδέχτηκε ότι πλέον κάθε ελπίδα για τη νίκη είχε χαθεί, ξέσπασε η επανάσταση των ναυτών στο Κίελο και των εργατών σε διάφορες πόλεις της χώρας. Ακολούθησε η Νοεμβριανή Επανάσταση με επακόλουθο το τέλος της γερμανικής μοναρχίας. Εργάτες και οι στρατιώτες ακολούθησαν το παράδειγμα των Ρώσων και συγκρότησαν σοβιέτ, συμβούλια εργατών και φαντάρων, με την διαφορά όμως ότι η πλειοψηφία τους δεν επιδίωξε να πάρει την εξουσία. Με κύριο στόχο το τέλος του πολέμου υποστήριξαν την ηγεσία του SPD και απαίτησαν την επανένωση με το USPD. Το ενωμένο μέτωπο όμως διαχωρίστηκε οριστικά στα τέλη του Δεκέμβρη του 1918 καθώς το USPD διαφωνούσε στο ζήτημα κατάπνιξης της επανάστασης των ναυτών με τη χρήση του στρατού. Αποτέλεσμα ήταν η κυβέρνηση να μείνει στα χέρια της SPD.
Την 1 Ιανουαρίου του 1919 η Ένωση Σπάρτακος μαζί με άλλες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ομάδες (συμπεριλαμβανομένων των Διεθνών Κομμουνιστών της Γερμανίας, IKD) δημιούργησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), κυρίως με πρωτοβουλία των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Αυτό σήμαινε τον οριστικό διαχωρισμό μεταξύ της επαναστατικής και της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ένα δεύτερο επαναστατικό κύμα σάρωσε τη Γερμανία, το οποίο μερικοί από την ηγεσία του KPD, συμπεριλαμβανομένης και της Λούξεμπουργκ, δίσταζαν να ενθαρρύνουν, προβλέποντας το άσχημο τέλος του (αλλά άλλοι προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν). Σε απάντηση, ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης Φρίντριχ Έμπερτ χρησιμοποίησε εθνικιστικές πολιτοφυλακές, τα λεγόμενα Φράικορπς, για να καταστείλει την επανάσταση. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στο Βερολίνο από τα Φράικορπς στις 15 Ιανουαρίου του 1919 και δολοφονήθηκαν την ίδια μέρα. Εκατοντάδες μέλη του KPD εκτελέστηκαν με παρόμοιους τρόπους, και τα συμβούλια κατεστάλησαν.
Στη συνέχεια το SPD και το πρόσφατα ιδρυμένο KPD, τα μέλη του οποίου ήταν κατά μέγιστο ποσοστό παλαιότεροι σοσιαλδημοκράτες, έγιναν πικροί ανταγωνιστές, πράγμα στο οποίο είχε συντελέσει και η Νοεμβριανή Επανάσταση. Ενώ το KPD παρέμεινε αντίθετο στο πρόσφατα καθιερωμένο κοινοβουλευτικό σύστημα, το SPD είχε αντιπρόσωπους σε όλες τις (βραχύβιες) κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μέχρι το 1920. Στη συνέχεια ενώθηκε με το USPD (1922), η αριστερή πτέρυγα του οποίου είχε προσχωρήσει στο KPD το 1919 και συμμετείχε μονάχα σε λίγες κυβερνήσεις. Για τελευταία φορά κυβέρνησε στα πλαίσια μεγάλου συνασπισμού υπό την καγκελαρία του Χέρμαν Μύλερ (1928-1930). Σταθερή δύναμη ήταν στο μεγαλύτερο γερμανικό κρατίδιο, την Πρωσία, όπου κυβέρνησε από το 1920 μέχρι το 1932.
Κατά την άνοδο του εθνικοσοσιαλιστικού NSDAP οι σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν να κρατήσουν τους ψηφοφόρους τους, αλλά τελικά δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τους εθνικοσοσιαλιστές από την κατάληψη της εξουσίας. Βασικοί λόγοι ήταν η αδυναμία συνεργασίας με τους κομμουνιστές, για τους οποίους οι σοσιαλδημοκράτες ήταν "σοσιαλφασίστες", ενώ τα πολυάριθμα αστικά κόμματα με εξαίρεση το καθολικό Κόμμα του Κέντρου (Zentrum) ήταν πολιτικά αδύναμα. Η ανεκτική πολιτική του κόμματος απέναντι στην κυβέρνηση Μπρύνιγκ οδήγησε για άλλη μια φορά στην διάσπαση του κόμματος: αριστεροί σοσιαλδημοκράτες ιδρύσαν το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SAP), με αποτέλεσμα να χάσει περισσότερη δύναμη το SPD. Στις 20 Ιουλίου 1932 ο καγκελάριος Φραντς φον Πάπεν (Zentrum) διέλυσε την κρατιδιακή κυβέρνηση της Πρωσίας μέσω έκτακτου διατάγματος (Preussenschlag, χτύπημα κατά της Πρωσίας) θέτοντας έτσι τέλος στην μακροχρόνια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και εκεί.
Αφού στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο πρόεδρος της δημοκρατίας Πάουλ φον Χίντενμπουργκ κάλεσε τον Αδόλφο Χίτλερ να αναλάβει καγκελάριος της Γερμανίας, οι σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν να συγκεντρώσουν 18,3 % των ψήφων στις εκλογές της 5 Μαρτίου (120 έδρες).[4] Οι έδρες αυτές όμως δεν ήταν αρκετές για να καταψηφίσουν τον Εξουσιοδοτικό Νόμο στις 23 Μαρτίου που de facto σήμαινε την παραχώρηση όλης της νομοθετικής εξουσίας στη χιτλερική κυβέρνηση και συνεπώς το τέλος της Γερμανικής Δημοκρατίας. Έτσι δεν τους έμεινε παρά να ψηφίσουν έστω συμβολικά κατά, ενώ όλα τα άλλα κόμματα (το KPD είχε απαγορευτεί ήδη) ψήφισαν υπέρ του Χίτλερ. Στις 7 Ιουλίου ο υπουργός εσωτερικών Βίλχελμ Φρικ (Wilhelm Frick) πραγματοποίησε με διάταγμα (Verordnung zur Sicherung der Staatsführung) στα πλαίσια της Gleichschaltung (της πολιτικής για τον «συγχρονισμό» όλων των εκφάνσεων της δημόσιας ζωής με τους Ναζί) την ακύρωση όλων των σοσιαλδημοκρατικών βουλευτικών εδρών του Ράιχσταγκ, των κρατιδιακών και των κοινοτικών βουλών.[5] Στις 14 Ιουλίου 1933 η παντοδύναμη πλέον χιτλερική κυβέρνηση απαγόρεψε το SPD.
Κατά τη διάρκεια της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας στη Γερμανία, όσοι σοσιαλδημοκράτες δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στο εξωτερικό υπέστησαν άγριες διώξεις από την ναζιστική κυβέρνηση. Πολλοί φυλακίστηκαν ενώ άλλοι κατέληξαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου βρήκαν τον θάνατο.
Σύντομα μετά τη διάλυση του κόμματος στη Γερμανία ιδρύθηκε οργάνωση του εξωτερικού με έδρα στην Πράγα. Με την προσάρτηση της Τσεχίας στο Ράιχ το 1938, η έδρα μετακινήθηκε στο Παρίσι και μετά την ήττα της Γαλλίας το 1940 στο Λονδίνο. Λίγες μονάχα μέρες μετά από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939 το SPD εξωτερικού δήλωσε στο Παρίσι την υποστήριξή του στις συμμαχικές δυνάμεις στον πόλεμο κατά της ναζιστικής κυβέρνησης.
Το SPD ξαναϊδρύθηκε το 1946 σε όλες τις τέσσερις ζώνες κατοχής. Στη Δυτική Γερμανία έμεινε κόμμα της αντιπολίτευσης από την ίδρυση του κράτους του 1949 μέχρι το 1966. Το 1966 η αστική συμμαχία (CDU και FDP) έχασε την πλειοψηφία της και σχηματίστηκε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού μεταξύ SPD και CDU υπό την ηγεσία του καγκελαρίου Κίζιγκερ. Στις εκλογές του 1969 απέκτησε για πρώτη φορά μετά το 1928 την πλειοψηφία και σχημάτισε κυβέρνηση με το φιλελεύθερο FDP. Ο συνασπισμός αυτός διάρκεσε μέχρι το 1982 και ηγήθηκε από τον Βίλι Μπραντ, και αργότερα από τον Χέλμουτ Σμιτ.
Στα πλαίσια του συνεδρίου του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ το 1959, το SPD εγκατέλειψε επίσημα την έννοια του εργατικού κόμματος και τις μαρξιστικές αρχές, συνεχίζοντας να δίνει βάρος στα προγράμματα κοινωνικής ευημερίας.
Αν και το 1955 το SPD αντιτάχθηκε αρχικά στον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας και την προσχώρησή της στο ΝΑΤΟ, ενώ υποστήριξε την ουδετερότητα και την επανένωση με την Ανατολική Γερμανία, σήμερα είναι θερμός υποστηρικτής της βορειοατλαντικής συμμαχίας.
Στη σοβιετική ζώνη κατοχής, την κατοπινή Ανατολική Γερμανία, το SPD και το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) αναγκαστικά συγχωνεύτηκαν το 1946 και σχηματίστηκε έτσι το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας (SED). Κατά την πτώση του ανατολικού μπλοκ το 1989, το SPD της Ανατολικής Γερμανίας επανιδρύθηκε ως SDP και έπειτα, με την ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας στο δυτικό κράτος, συγχωνεύτηκε με το δυτικό αντίστοιχό του.
Το 1982 διαλύθηκε ο 13ετής συνασπισμός των SPD και FDP και δημιουργήθηκε νέος συνασπισμός του FDP με το CDU υπό της καγκελαρίας του Χέλμουτ Κολ. Το 1998 ο Κολ απέτυχε να επανεκλεγεί για τέταρτη φορά και το SPD επανήλθε στην κυβέρνηση με καγκελάριο τον Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο Σρέντερ διετέλεσε καγκελάριος κυβέρνησης συνασπισμού του κόμματός του με τους Πρασίνους από το 1998 έως το 2005, διάστημα στο οποίο μεσολάβησαν οι εκλογές του 2002, στις οποίες νικητής αναδείχθηκε ο "κοκκινο-πράσινος" συνασπισμός. Σε κομματικό συνέδριο της 21 Μαρτίου 2004 ο Φραντς Μιντεφέρινγκ διαδέχτηκε τον Σρέντερ ως πρόεδρος του κόμματος.
Παρόλες τις μεγάλες απώλειες στις γερμανικές εκλογές του 2005, το SPD κατάφερε να είναι πάλι στην κυβέρνηση, αυτή τη φορά σε μεγάλο συνασπισμό με τη Χριστιανοδημοκρατική (CDU) και τη Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) Ένωση. Ο ηττημένος των εκλογών, καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, αρνήθηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Με την παραίτηση του Φραντς Μιντεφέρινγκ, ανέλαβε στις 15 Νοεμβρίου 2005 καινούργια καθήκοντα αρχηγού κόμματος ο Ματίας Πλάτσεκ, ο οποίος μετά από πέντε μήνες στην προεδρία ανακοίνωσε στις 10 Απριλίου 2006 την παραίτησή του, έπειτα από οξεία απώλεια της ακοής του. Τα καθήκοντα του προέδρου κόμματος ανέλαβε προσωρινά, μετά από πρόταση του προεδρείου, ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου Κουρτ Μπεκ και κατόπιν ψηφίστηκε πρόεδρος στις 14 Μαΐου. Ο πρώην πρόεδρος του κόμματος Φραντς Μιντεφέρινγκ, από το 2005 Υπουργός Εργασίας και αντικαγκελάριος στην κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ, παραιτήθηκε το Νοέμβριο του 2007 για οικογενειακούς λόγους. Την αντικαγκελαρία ανέλαβε στις 21 Νοεμβρίου του 2007 ο επίσης σοσιαλδημοκράτης και Υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ. Επίσης διατέλεσε μέχρι τον Οκτώβριο 2008 προσωρινά πρόεδρος του κόμματος σε αντικατάσταση του Κουρτ Μπεκ, ο οποίος είχε παραιτηθεί από τη θέση του στις 7 Σεπτεμβρίου 2008, όταν το κομματικό προεδρείο πρότεινε τον Σταϊνμάιερ υποψήφιο καγκελάριο στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2009. [6] Σε έκτακτο συνέδριο του κόμματος που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2008 ψηφίστηκε και πάλι πρόεδρος του κόμματος ο Φραντς Μιντεφέρινγκ, παίρνοντας 85% των ψήφων των συνέδρων.[7] Μετά τη συντριβή στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2009 πραγματοποιήθηκε στη Δρέσδη κομματικό συνέδριο όπου ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ εξελέγη στην προεδρία του κόμματος διασφαλίζοντας την υποστήριξη του 94,2% των συνέδρων.[8]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.