Ο αρχαιολογικός χώρος της Πραισού βρίσκεται περίπου 13 χλμ. νότια της Σητείας (νομός Λασιθίου) και 2 χλμ. βόρεια του χωριού Νέα Πραισός. Η πόλη εκτεινόταν στο χώρο δύο γειτονικών, χωριζόμενων από διάσελο λόφων που ονομάζονται συμβατικά «Ακρόπολη Α» και «Ακρόπολη Β» (η ανατολική και δυτική αντίστοιχα), ενώ τρίτο ύψωμα νότια των πρώτων, ο επονομαζόμενος «Βωμός-Λόφος» ή «Ακρόπολη Γ» φιλοξενούσε σημαντικό ιερό. Νοτιοανατολικά του τελευταίου βρισκόταν τα νεκροταφεία της πόλης. Επιπλέον, νότια του οικισμού υπήρχαν περιαστικά ιερά.
|
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Οι Πραίσιοι αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο (7, 170-171), ενώ ο Στράβων τους συνδέει με τους προέλληνες Ετεοκρήτες (10, 4, 6· 10, 4, 12), στην επικράτεια των οποίων η Πραισός κατείχε κεντρική θέση. Επιγραφές που βρέθηκαν στην Πραισό (IC III, IV 1-5) και αλλού, γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες, τεκμηριώνουν την ύπαρξη διακριτής γλώσσας, που οι Ετεοκρήτες χρησιμοποιούσαν, προφανώς, παράλληλα με την ελληνική. Η ευρύτερη περιοχή της Πραισού είναι σε χρήση ήδη κατά τη μεσομινωική εποχή. Στα υστερομινωικά χρόνια ο κύριος οικισμός πρέπει να βρισκόταν στη θέση «Κηπιά» Καλαμαυκίου, σε απόσταση 3 χλμ. ανατολικά της πόλης των ιστορικών χρόνων, ο οποίος εγκαταλείπεται κατά την πρώιμη εποχή του Σιδήρου. Αν και διαφαίνεται κάποια περιοδική χρήση του χώρου της πρώτης και δεύτερης ακρόπολης κατά την ΥΜ ΙΙΙ Γ περίοδο, η Πραισός οικίζεται συστηματικά το αργότερο κατά τη γεωμετρική εποχή και φαίνεται ότι πολύ σύντομα καταλαμβάνει πρωτεύουσα θέση στην περιοχή. Όπως πιστοποιούν επιγραφικές μαρτυρίες, η πόλη διάγει την ύψιστη ακμή της κατά την ελληνιστική περίοδο, όταν δημιουργούνται συμμαχίες ή συμφωνίες με τη Λύττο και την Ιεράπυτνα, ενώ οι πόλεις Στήλαι (πρβλ. λήμμα «Μακρύ Γιαλός») και Σητεία, στα νότια και βόρεια παράλια αντίστοιχα, πιθανώς αποτελούσαν εξαρτήματά της. Αν και ο κυριότερος αντίπαλός της Πραισού είναι η Ίτανος στα ανατολικά, τελικά η πρώτη καταλαμβάνεται και πιθανώς καταστρέφεται στο διάστημα 145-140 π. Χ. από τους Ιεραπυτνίους, πρώην συμμάχους της. Τότε σβήνουν και τα τελευταία ίχνη των Ετεοκρητών.
Κατά τα έτη 1953-1955 και 1980, δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας, πραγματοποιήθηκαν περισυλλογές αντικειμένων στον αρχαιολογικό χώρο και την ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Πραισού (νομός Λασιθίου, επαρχία Σητείας). Επιπλέον, το 1960 έλαβε χώρα αγορά αρχαιοτήτων που βρίσκονταν στην κατοχή εντοπίων.
Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα η Ιταλική Αρχαιολογική Αποστολή, κατά κύριο λόγο υπό τον αρχαιολόγο Federico Halbherr, εξερεύνησε το χώρο της Πραισού αποκαλύπτοντας στην τρίτη ακρόπολη και κάποιες επιγραφές σε ετεοκρητική γλώσσα, ενώ διάφοροι ερευνητές, μεταξύ αυτών και ο Arthur Evans, περισυνέλεξαν αρχαιότητες. Το 1901 η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή, υπό τον Robert Bosanquet, άρχισε συστηματικές ανασκαφές στο χώρο, ερευνώντας λείψανα βωμού και ναού στην Ακρόπολη Γ, ναού στην Ακρόπολη Α, όπως και το κτήριο του ελληνιστικού λεγομένου «Ανδρείου» στο διάσελο μεταξύ των ακροπόλεων Α και Β. Επίσης ερεύνησε θολωτούς τάφους, ταφικό σπήλαιο στη θέση «στις Σκάλαις», δύο περιαστικά ιερά στους Βαβέλους (Νέα Πραισός) και στη θέση «Μεσαμβρύση» –στα οποία βρέθηκαν σημαντικά πήλινα αφιερώματα– καθώς και μια μινωική εγκατάσταση στη θέση «Άγιος Κωνσταντίνος». Τα μερικώς δημοσιευμένα ευρήματα καλύπτουν το διάστημα από τον 8ο αιώνα π. Χ. μέχρι την ελληνιστική εποχή. Υπό την εποπτεία της ίδιας Σχολής ομάδα επιστημόνων υπό τον αρχαιολόγο James Whitley διεξήγαγε από το 1992 έως το 1998 επιφανειακές έρευνες στις ακροπόλεις Α-Β και την ευρύτερη περιοχή, ενώ το 2007 ξεκίνησε ανασκαφές στο «Ανδρείο» και στον οικιστικό χώρο της πόλης. Στο διάστημα μεταξύ των ερευνών Bosanquet και Whitley η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων προέβη σε ποικίλες σωστικές ανασκαφές: Το 1935 ανακαλύφθηκε ο γνωστός «τάφος του αθλητή», όπου βρέθηκαν παναθηναϊκοί αμφορείς κλασικής εποχής. Μεταπολεμικά έλαβαν χώρα περισυλλογές και μικρές ανασκαφές, κατά κύριο λόγο τάφων ή παλαιότερα ερευνημένων θέσεων, ενώ τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με τις βρετανικές ανασκαφές, ερευνάται ιερό της Κυβέλης στην πρώτη ακρόπολη, το οποίο είχε ανακαλυφθεί το 1996. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η δραστηριότητα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Αν και ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Πλάτων ερεύνησε το 1960 για λογαριασμό της Εταιρείας σημαντικές θέσεις προϊστορικών και ιστορικών χρόνων στην ευρύτερη περιοχή της Πραισού (βλ. λήμματα «Κάψαλος», «Φωτούλα», «Αγ. Κωνσταντίνος», «Προφήτης Ηλίας», «Τρυπητός»), στον καθαυτό οικισμό έλαβαν χώρα αυτοψίες και περισυλλογές από τον ίδιο κατά τα έτη 1953, 1954, 1955 καθώς και το 1980 από τον νυν Επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων Κωστή Δαβάρα. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν αγορές αρχαιοτήτων.
Ο Πλάτων, έχοντας πληροφορίες για ανεύρεση τάφων στην Πραισό, διεξήγαγε αυτοψία σε τρία σημεία του χώρου των βρετανικών ανασκαφών προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον μελλοντικές έρευνες θα απέδιδαν αποτελέσματα:
- Το νεκροταφείο: Ο Πλάτων επισκέφτηκε το 1953 το νεκροταφείο νότια της τρίτης ακρόπολης, όπου και προέβη σε περισυλλογή αρχαιοτήτων σε δύο τάφους που είχαν λεηλατηθεί ή διαταραχθεί παλαιότερα κατά τη διάρκεια καλλιεργητικών εργασιών. Η κεραμική που βρέθηκε χαρακτηρίζεται του «ανατολίζοντος γεωμετρικού ρυθμού» και πρόκειται για λεκάνη διακοσμημένη με φυτικό πλοχμό και μικρά μυροδοχεία, ενώ περισυνελέγησαν και τμήματα όπλων και εργαλείων από σίδηρο. Το επόμενο έτος πραγματοποιήθηκε περισυλλογή μιας πήλινης κρεάργας και περαιτέρω αγγείων της ίδιας περιόδου. Η αρχαιολόγος Μεταξία Τσιποπούλου, η οποία δημοσίευσε συγκεντρωτικά την πρώιμη ταφική κεραμική της Πραισού που αποκαλύφθηκε στις παλαιότερες και νεότερες ανασκαφές, παραθέτει κατάλογο ύστερων γεωμετρικών-πρώιμων ανατολιζόντων αγγείων διαφόρων σχημάτων από τις περισυλλογές των ετών 1953-1954 (αμφορέας, πρόχους, φιάλη, αρύβαλλοι, πτηνόμορφο αγγείο και πώματα) καθώς και μια πρωτοκορινθιακή κοτύλη (Τσιποπούλου 2005, 264-267 αρ. ΧΙ) σημειώνοντας ότι προέρχονται από μονόχωρα ταφικά έρκη που το 1984 ήταν ακόμη μερικώς ορατά. Γενικά τα ταφικά ευρήματα της πρώιμης εποχής του σιδήρου στην περιοχή της Πραισού είναι πλούσια. Μεταξύ των σημαντικότερων ευρημάτων των Βρετανών στο νεκροταφείο της Πραισού συγκαταλέγονται οι θολωτοί τάφοι Α, Β και C, με δρόμο και περισσότερες της μιας ταφής στο εσωτερικό τους. Οι τάφοι Α και C –που φαίνεται ότι ήταν σε χρήση μέχρι την ελληνιστική εποχή– περιείχαν κεραμική, όπλα και κοσμήματα γεωμετρικής και ανατολίζουσας περιόδου, είναι δηλαδή σύγχρονοι εκείνων που ερεύνησε ο Πλάτων και φανερώνουν μια αρκετά διαφοροποιημένη εικόνα της κοινωνίας της Πραισού ήδη στην πρώιμη εποχή του σιδήρου. Στην ίδια εποχή ανήκουν και τάφοι που ερευνήθηκαν στην περιοχή των ακροπόλεων, στους Βαβέλους, στις θέσεις «Μαυρίκια», Σκάλαις και αλλού.
- Ο «τάφος του αθλητή»: Το 1953 ο Πλάτων επισκέφτηκε και το χώρο όπου το 1935 ο τότε Έκτακτος Επιμελητής Μανώλης Μαυροειδής, μετά από υπόδειξη χωρικού, αποκάλυψε τάφο «στο λόφο της αρχαίας Πραισού». Ο τάφος περιείχε σκελετό, τον οποίο περιέβαλαν δύο παναθηναϊκοί αμφορείς και κάποια άλλα μικρότερα κτερίσματα. Οι αμφορείς, σήμερα στο Μουσείο Ηρακλείου, δημοσιεύθηκαν μόλις το 1990 από τον νυν καθηγητή Κλ. Αρχαιολογίας Πάνο Βαλαβάνη. Είναι έργα της λεγόμενης «ομάδας του Kuban» και χρονολογούνται στις αρχές του 4ου αιώνα π. Χ. Ο ένας (αρ. ευρ. 26554· σωζ. ύψ.: 0,59 μ.) παρουσιάζει στην κύρια πλευρά τη θεά Αθηνά ως Πρόμαχο, στραμμένη προς τα αριστερά με δόρυ και ασπίδα που φέρει επίσημα σε σχήμα κλάδου ελαίας. Η θεά πλαισιώνεται από δύο δωρικούς κίονες που επιστέφονται από αγάλματα Νίκης. Δεξιά του αριστερού κίονα υπάρχει η στοιχηδόν επιγραφή «ΤΟΝ Α[Θ]ΕΝΕΘΕΝ ΑΘΛΟΝ». Η δεύτερη πλευρά απεικονίζει τον βραβέα μεταξύ δύο εφήβων με ιμάντες στα χέρια. Ο αριστερός έφηβος, στεφανωμένος και κρατώντας κλάδους ελαίας είναι ο νικητής. Ο δεύτερος αμφορέας (αρ. ευρ. 26555· σωζ. ύψ.: 0,485 μ.) φέρει παράσταση Αθηνάς όμοια με εκείνη του προηγούμενου αγγείου και στην πίσω πλευρά αγώνα πάλης δύο γενειοφόρων που παρακολουθούνται από βραβέα στα δεξιά. Στα υπόλοιπα κτερίσματα συγκαταλέγονται δύο πυξίδες, δύο λεκανίδες και μια φιάλη που, κατά τον Βαλαβάνη, ανήκουν στην ομάδα αγγείων τύπου της δυτικής κλιτύος («West Slope»). Το ερώτημα εάν ο νεκρός ήταν νικητής σε παναθηναϊκούς αγώνες ή απόκτησε τα αγγεία σε μεταγενέστερο χρόνο δεν μπορεί να απαντηθεί. Πάντως, στην Πραισό έχουν βρεθεί όστρακα τριών ακόμη παναθηναϊκών αμφορέων, ενώ, όπως έχει παρατηρηθεί, κάποιες δημόσιες επιγραφές της Πραισού παρουσιάζουν αττικισμούς που πιθανώς καταδεικνύουν κάποια ιδιαίτερη σχέση με την Αθήνα. Επιπλέον, εισαγμένη αθηναϊκή κεραμική της αρχαϊκής εποχής είχε βρεθεί σε τάφους ήδη κατά τις πρώτες βρετανικές ανασκαφές. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, σύμφωνα με τις νεότερες βρετανικές έρευνες, η κύρια περίοδος κατοίκησης της πόλης ανήκει στην ύστερη κλασική-ελληνιστική εποχή, γεγονός που καθιστά αυτονόητη και την εξωστρέφειά της σε αυτό το χρονικό διάστημα.
- Το ιερό: Το τρίτο σημείο που επισκέφθηκε ο Πλάτων το 1953 είναι χώρος όπου βρέθηκε «προ ετών μακρά σειρά πήλινων ειδωλίων, προερχομένων εξ ιερού αποθέτου και ανηκόντων εις κλασσικούς ελληνικούς χρόνους». Δυστυχώς, καθότι η θέση δεν προσδιορίζεται γεωγραφικά, δεν είναι σαφής η τοποθέτηση της. Υπενθυμίζεται ότι ανάγλυφοι πίνακες βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές των αρχών του 20ου αιώνα στους Βαβέλους και τη Μεσαμβρύση. Στους Βαβέλους, 1 χλμ. νότια της Πραισού, υπήρχε υπαίθριο ιερό κοντά σε πηγή από τον 8ο αιώνα π. Χ. μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια. Εκεί ήρθαν στο φως ανάγλυφοι πήλινοι πίνακες με παραστάσεις γυναικείας μορφής με πόλο, πολεμιστών και ενδεδυμένων με μακρύ ένδυμα ανδρικών μορφών, ενώ αρχαϊκές πήλινες πλάκες με παραστάσεις Κενταύρων και Ηρακλή πιθανώς προέρχονταν από κάποια ζωφόρο, αν και δεν βρέθηκαν κτηριακά λείψανα. Παρόμοιο ιερό, επίσης κοντά σε πηγή, βρέθηκε στη Μεσαμβρύση, 1,2 χλμ. νοτιοανατολικά της Ακρόπολης Α, όπου ήρθαν στο φως και λείψανα ναού. Κάποια στιγμή μετά την ανασκαφή τους, η θέση των δύο αυτών περιαστικών ιερών ξεχάστηκε –το ιερό των Βαβέλων επανεντοπίστηκε μόλις το 1998, ενώ η θέση του δεύτερου ακόμη αγνοείται–, οπότε ο Πλάτων δεν πρέπει να εννοεί κάποιο από αυτά εφόσον αναφέρει ότι κατά την επίσκεψή του περισυνέλεξε τμήματα ανάγλυφων πινάκων. Αποθέτης με πήλινα ευρήματα που ομοιάζουν με εκείνα στους Βαβέλους βρέθηκαν το 1901 νοτιοδυτικά της Ακρόπολης Α, όπου οι ανασκαφείς προέβησαν σε δοκιμαστικές τομές. Ο Whitley συνδέει αυτόν το αποθέτη με θέση στο διάσελο μεταξύ των ακροπόλεων Α και Β όπου το 1994 περισυνέλεξε δύο πήλινους πίνακες κλασικής-ελληνιστικής εποχής, αλλά οι δύο θέσεις δεν είναι σίγουρο ότι ταυτίζονται. Επιπλέον, η Katja Sporn συνδέει τον αποθέτη με το ιερό στην κορυφή της πρώτης ακρόπολης, όπου, όπως προαναφέρθηκε, υπήρχε ιερό, ενώ πιο πρόσφατα ο Oliver Pilz δεν αποκλείει την πιθανότητα ο αποθέτης να περιείχε απορρίμματα κεραμικού εργαστηρίου. Όπως και να έχει, σε ό,τι αφορά την παρούσα συζήτηση, δεν αποκλείεται ο Πλάτων να επισκέφθηκε το χώρο νοτιοδυτικά της Ακρόπολης Α. Πάντως, όπως δείχνει και άλλος αποθέτης αρχαϊκών-ελληνιστικών χρόνων που εντοπίστηκε το 1998 κοντά σε δεξαμενή στην περιφέρεια του νεκροταφείου, το φαινόμενο δεν ήταν μεμονωμένο. Σε κάθε περίπτωση, το λατρευτικό σύστημα της Πραισού αποτελούταν από τα μεγάλα επίσημα ιερά στο Βωμό-Λόφο (ιερό Απόλλωνος ;) και στην πρώτη ακρόπολη (ιερό Διός ;) και μικρότερα περιαστικά ή αγροτικά ιερά, τα οποία, πέραν της ειδικής χρήσης του καθενός, συνέδεαν την πόλη με την επικράτειά της.
Το 1955 περισυνελέγησαν και παραδόθηκαν στο Μουσείο Ηρακλείου αρχαιότητες που προηγουμένως είχαν στην κατοχή τους κάτοικοι της περιοχής. Το 1980 χορηγήθηκε στην Αρχαιολογική Εταιρεία από ιδιώτη χρηματικό ποσό, προκειμένου να αποκαλυφθούν επιγραφές σε ετεοκρητική γλώσσα στην τρίτη ακρόπολη και στην εν γένει περιοχή της Πραισού. Αν και δεν ήρθαν στο φως σχετικές επιγραφές, έγινε περισυλλογή αρχαιοτήτων από το χώρο των ακροπόλεων.
Μεταξύ των παραδοθέντων αντικειμένων του 1955 συγκαταλέγεται μικρός ακέραιος πίθος με ζώνες εμπίεστων ροδάκων στο λαιμό και το χείλος. Κατά τον Πλάτωνα ανήκει στα ύστερα γεωμετρικά χρόνια, ενώ η Τσιποπούλου (2005, 267 αρ. κατ. ΧΙΙ) τον χρονολογεί στα μέσα του 7ου π. Χ. αιώνα. Η προέλευσή του δεν είναι γνωστή, οπότε δεν πρέπει να αποκλείεται και η ταφική του χρήση.
Κοινό χαρακτηριστικό των περισυλλογών των ετών 1955 και 1980 είναι η συγκέντρωση αρχιτεκτονικών μελών. Το 1955 παραδόθηκαν πήλινη λεοντοκεφαλή από υδρορρόη, αλλά και τμήμα μεγάλης λεκάνης από μάρμαρο, αρχαϊκών χρόνων. Ο τόπος εύρεσής τους δεν είναι γνωστός.
Το 1980 περισυνελέγησαν τα εξής αρχιτεκτονικά μέλη:
- Θραύσμα πώρινου αρχιτεκτονικού μέλους από την Ακρόπολη Γ, που κατά τον Δαβάρα θυμίζει ιωνικό κιονόκρανο. Σώζονται δύο επάλληλες συμφυείς σπείρες, των οποίων οι πλευρές φέρουν έλικες που καταλήγουν σε οφθαλμό και οι οποίες παραπέμπουν σε επίκρανα παραστάδων ή βωμών στον ιωνικό χώρο. Μάλιστα, στην Αμνισό βρέθηκαν δύο αρχαϊκά επίκρανα με τριπλή σπείρα που αποτελούσαν μέρος πεσσόσχημων μνημείων, τα οποία επιστέφονταν από αετούς (βλ. σχετικό λήμμα). Κάποια από τις παραπάνω χρήσεις θα μπορούσε να προταθεί και για το συγκεκριμένο μέλος.
- Τμήμα πώρινου κίονα με ραβδώσεις (σωζ. ύψος: 1,20 μ.· διάμ.: 0,35-0,40 μ. / εικ. 3). Πιθανώς ο κίονας ήταν μονολιθικός.
- Σφόνδυλος μεγάλου πώρινου κίονα (μήκ.: 0,86· διάμ.: 0,57-0,60 μ.).
- Πώρινο δωρικό κιονόκρανο (κάτω διάμ.: 0,49 μ). Τα ευρήματα β-δ προέρχονται από το χώρο μεταξύ πρώτης και τρίτης ακρόπολης. Τα υπόλοιπα αντικείμενα που περισυνέλεξε ο Δαβάρας είναι:
- Πολλά θραύσματα λίθινης μύλης.
- Πώρινος ογκόλιθος με εγκοπές απροσδιόριστης χρήσης (ύψ.: 0,45 μ.· μήκ.: 0,70 μ.).
- Τμήμα κυκλικής πλάκας (διάμ.: 1,30 μ.· ύψ.: 0,32 μ.) πιεστηρίου (;).
- Λίθινη γούρνα με στενότερο το κάτω μέρος (εικ. 6). Διαστάσεις: ολ. διαμ.: 0,42 μ.· ολ. ύψ.: 0,87 μ.· βάθ.: 0,48 μ.
- Λίθος ακανόνιστου σχήματος ύψους 0,33 μ. Η πάνω επιφάνεια φέρει συμφυή δίσκο διαμέτρου 0,42 μ., στην περιφέρεια του οποίου διασώζονται έξι από τα αρχικά 12 (;) ελλειψοειδή βυθίσματα (βάθ.: 0,6 μ.· διάμ.: 0,5x0,6 μ.). Σύμφωνα με τον Δαβάρα, ο λίθος πρέπει να ερμηνευτεί ως κέρνος, προφανώς ιστορικών χρόνων. Αν και για τα αντικείμενα αυτά έχει προταθεί η λειτουργία τους ως μετρητών υγρών ή παιχνιδιών, η λατρευτική τους ερμηνεία παραμένει επικρατέστερη, καθώς ειδικά στην Κρήτη εμφανίζονται πολύ συχνά ήδη από την μινωική εποχή, οι μνήμες της οποίας διατηρούνταν πιο έντονα στην ετεοκρητική περιοχή των Πραισίων.
Σημειώνεται ότι αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη και οικιακά αντικείμενα βρέθηκαν τόσο στις παλαιότερες όσο και στις νεώτερες βρετανικές έρευνες στο χώρο μεταξύ των ακροπόλεων, ο οποίος ταυτίζεται με την περιοχή του άστεως. Δυστυχώς, στην παρούσα φάση τα αναφερθέντα αρχιτεκτονικά μέλη και άλλα αντικείμενα είναι αδύνατο να αποδοθούν με βεβαιότητα σε συγκεκριμένα κτίσματα, καθώς είναι λιγοστές οι γνώσεις για τη θρησκευτική και κοσμική αρχιτεκτονική της Πραισού: Στην ακρόπολη Α είναι ακόμα και σήμερα ορατά λείψανα ορθογωνίου κτηρίου κλασσικών-ελληνιστικών χρόνων, το οποίο ήταν πιθανότατα ο ναός, ενώ στο Βωμό-Λόφο αρχικά υπήρχε μόνον ένας βωμός και κατά την κλασική εποχή οικοδομήθηκε περίβολος και κάποια δωμάτια. Από την άλλη, καθώς ο οικιστικός χώρος άρχισε να ερευνάται μόλις τα τελευταία χρόνια, το μόνο δείγμα κτηρίου που έχει περισσότερο ερευνηθεί μέχρι σήμερα είναι το ελληνιστικό «Ανδρείο», μεταξύ της πρώτης και δεύτερης ακρόπολης, του οποίου αξίζει να γίνει σύντομη μνεία. Το κτήριο είχε δύο εισόδους που οδηγούσαν σε δύο ομάδες αρκετών δωματίων, ενώ διέθετε και όροφο. Η εύρεση πήλινων ανάγλυφων πινάκων με παραστάσεις πολεμιστών, η αφθονία αγγείων πόσεως και υπολείμματα οστών ζώων ώθησαν τον James Whitley, που ερευνά το κτήριο τα τελευταία χρόνια, να επιβεβαιώσει την υπόθεση του Bosanquet ότι πρόκειται για δημόσιο κτήριο και μάλιστα για το ανδρείο της πόλης ή ένα από αυτά, κτήρια χαρακτηριστικά της κρητικής κοινωνίας (βλ. και λήμμα «Αγία Πελαγία Μαλεβιζίου»). Το κτίσμα φαίνεται ότι μετά την καταστροφή του περί το 140 π. Χ. επαναχρησιμοποιήθηκε λειτουργώντας και ως ελαιοπιεστήριο.
Το 1960, δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ο Νικόλαος Πλάτων αγόρασε από κατοίκους της περιοχής της αρχαίας Πραισού τα ακόλουθα αντικείμενα: Μερικά χάλκινα νομίσματα Πραισού, ένα αργυρό νόμισμα Άργους, χάλκινο ωοειδές αγγείο ελληνορωμαϊκών χρόνων με ευρύ στόμιο, τρίμυξο λύχνο από ποταμίσιο χαλίκι και «πρωτόγονον» ειδώλιο οκλάζουσας μορφής από το ίδιο υλικό.
Γενική Βιβλιογραφία
- F. Halbherr, Cretan Expedition XVI. Report on the Researches at Praisos, AJA 5, 1901, 371-392.
- R. C. Bosanquet, Excavations at Praisos. I., BSA 8, 1901-1902, 231-270.
- E. S. Forster, Praisos. The Terra-Cottas, BSA 8, 1901-1902, 271-281.
- E. S. Forster, Terracotta Plaques from Praisos, East Crete, BSA 11, 1904-1905, 243-257.
- F. H. Marshall, Tombs of Hellenic Date at Praesos, BSA 12, 1905-1906, 63-70.
- Μ. Μαυροειδής, Ο τάφος του αθλητού της Πραισού, Δρήρος 5, 1937, 140-141.
- Μ. Μαυροειδής, Ο τάφος του αθλητού της Πραισού, Δρήρος 6-7, Δεκ. 1937-, Ιαν. 1938, 172-173.
- Ν. Πλάτων, Η αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1959, Κρητ. Χρον. 13, 1959, 389-390.
- Ν. Πλάτων, ΑΔ 16, 1960 (1962), 262.
- Ν. Πλάτων – Κ. Δαβάρας, ΑΔ 17, 1961-1962 (1963) Β, Χρον., 290.
- E. Meyer, Praisos, RE Suppl. 14 (1974), 466-476.
- Κ. Δαβάρας, ΑΔ 33, 1978 (1985) Β2, Χρον., 392.
- Y. Duhoux, Les Étéocrétois. Les textes, la langue (Amsterdam 1982).
- N. Papadakis – B. Rutkowski, New Research at Skalai Cave Near Praisos, BSA 80, 1985, 129-137.
- Ν. Π. Παπαδάκης, Σητεία. Η πατρίδα του Μύσωνα και του Κορνάρου. Οδηγός για την ιστορία, αρχαιολογία, πολιτισμό της 2(Σητεία 1989), 100-104.
- P. Valavanis, La proclamation des vainqueurs aux Panathénées. À propos d’amphores panathénaïques de Praisos, BCH 114, 1990, 325-359.
- J. Whitley et al., Praisos III: A Preliminary Report on the Architectural Survey Undertaken in 1992, BSA 90, 1995, 405-428.
- Ν. Π. Παπαδάκης, ΑΔ 51, 1996 (2001) Β2, Χρον., 652-653.
- A. Chaniotis, Die Verträge zwischen kretischen Poleis in der hellenistischen Zeit (Stuttgart 1996), αρ. 3, 5, 12, 21, 23, 48, 64, 65 [συνθήκες της Πραισού με άλλες πόλεις].
- M. Bentz, Panathenäische Preisamphoren. Εine athenische Vasengattung und ihre Funktion vom 6.-4. Jahrhundert v. Chr. (Basel 1998), αρ. κατ. 5.249, 5.257.
- J. Whitley et al., Praisos IV: A Preliminary Report on the 1993 and 1994 Survey Seasons, BSA 94, 1999, 215-264.
- J. Whitley, From Minoans to Eteocretans: Τhe Praisos Region 1200-500 BC, σε: W. G. Kavanagh – M. Curtis (επιμ.), Post-Minoan Crete ([Nottingham] 1998), 27-39.
- K. Sporn, Heiligtümer und Kulte Kretas in klassischer und hellenistischer Zeit (Heidelberg 2002), 41-52.
- P. Perlman, Crete, in: M. M. Hansen – Th. H. Nielsen (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis. An Investigation Conducted by the Copenhagen Polis Center for the Danish National Research Center (Oxford-New York 2004), 1183-1184 αρ. 984.
- L. Sjögren, Cretan Locations. Discerning Site Variations in Iron Age and Archaic Crete, 800-500 B.C. (Oxford 2003), 36-37 αρ. κατ. C 20 a, Ε 80-86, Ε 130 εικ. 63-64.
- Β. Ζωγραφάκη, ΑΔ 60, 2005 (2013) Β2, Χρον., 1057.
- Μ. Τσιποπούλου, Η Ανατολική Κρήτη στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (Ηράκλειο 2005), 235-294 αρ. 59 [για την πρώιμη ταφική κεραμική].
- M. Prent, Cretan Sanctuaries and Cults. Continuity and Change from Late Minoan IIIC to the Archaic Period (Leiden-Boston 2005), 302-309 πίν. 52-54.
- Χρ. Σοφιανού, ΑΔ 61, 2006 (2014) Β2, Χρον., 1172-1173.
- J. Whitley, Identity and Sacred Topography: The Sanctuaries of Praisos in Eastern Crete, σε: A. H. Rasmussen – S. W. Rasmussen (επιμ.), Religion and Society. Rituals, Resources and Identity in the Ancient Graeco-Roman world. The BOMOS-Conferences 2002-2005 (Rome 2008), 235-248.
- D. Evely, Demos Siteias. Praisos – Praisos Shrine, AR 54, 2009-2010, 178.
- Χρ. Σοφιανού, Ανασκαφές Πραισού 2005-2006. Ειδώλιο Κυβέλης, σε: Μ. Ανδριανάκης – Ί. Τζαχίλη (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 1. Πρακτικά της 1ης συνάντησης, Ρέθυμνο, 28-30 Νοεμβρίου 2008 (Ρέθυμνο 2010), 179-187.
- B. L. Erickson, Crete in Transition. Pottery Styles and Island History in the Archaic and Classical Periods, Hesperia Suppl. 45 (Princeton 2010), 199-220.
- O. Pilz, Frühe matrizengeformte Terrakotten auf Kreta. Votivpraxis und Gesellschaftsstruktur in spätgeometrischer und früharchaischer Zeit ([Möhnesee] 2011), 105-111.
- J. Whitley, Praisos V: A Preliminary Report on the 2007 Excavation Season, BSA 106, 2011, 3-45.
- O. Pilz, Die Kulte von Praisos in der spätgeometrischen und archaischen Zeit, σε: W.-D. Niemeier – O. Pilz – I. Kaiser (επιμ.), Kreta in der geometrischen und archaischen Zeit. Akten des Internationalen Kolloquiums am Deutschen Archäologischen Institut, Abteilung Athen, 27.-29. Januar 2006 (München 2013), 367-382.
- J. Whitley, Commensality and the “Citizen State”. The Case of Praisos, σε: F. Gaignerot-Driessen – J. Driessen (επιμ.), Cretan Cities. Formation and Transformation, Aegis 07, (Louvain 2014), 141-163 [με βιβλιογραφία].
Έρευνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας
- Ν. Πλάτων, Ανασκαφαί εις την περιοχήν Σητείας. Μικρά έρευνα εις Πραισόν, ΠΑΕ 1953, 295-296.
- Ν. Πλάτων, Ανασκαφαί περιοχής Σητείας. Περισυλλογή αντικειμένων, ΠΑΕ 1954, 368 αρ. 10.
- Ν. Πλάτων, Ανασκαφαί περιοχής Σητείας. Περισυλλογή αρχαίων αντικειμένων περιοχής Σητείας, ΠΑΕ 1955, 297 αρ. 6.
- Ν. Πλάτων, Ανασκαφαί περιοχής Πραισού. Μικραί έρευναι και περισυλλογαί αντικειμένων εις την περιοχήν Πραισού, ΠΑΕ 1960, 303.
- Κ. Δαβάρας, Περισυλλογή αρχαιοτήτων στην Πραισό, ΠΑΕ 1980, 408-411.