Βούλγαρος μουσικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Πάντσο Χαραλάνοφ Βλαντιγκέροφ (ορθότερη προφορά Βλαντιγκέροβ Pancho Haralanov Vladigerov, ή Wladigeroff, Wladigerow, Vladiguerov και Vladigueroff, βουλγαρικά: Панчо Хараланов Владигеров, Ζυρίχη 13 Μαρτίου 1899 – Σόφια 8 Σεπτεμβρίου 1978) ήταν Βούλγαρος συνθέτης, πιανίστας και μουσικοπαιδαγωγός του 20ού αιώνα.
Πάντσο Βλαντιγκέροφ | |
---|---|
Γέννηση | 13 Μαρτίου 1899[1][2][3] Ζυρίχη[4][5][6] |
Θάνατος | 8 Σεπτεμβρίου 1978[1][2][7] Σόφια[8][9][10] |
Τόπος ταφής | Κεντρικό Νεκροταφείο της Σόφιας[11] |
Χώρα πολιτογράφησης | Βουλγαρία |
Σπουδές | Hochschule für Bildende Künste |
Ιδιότητα | πιανίστας[12][13][14], διευθυντής ορχήστρας, συνθέτης[15], χορογράφος, μουσικός παιδαγωγός και διδάσκων πανεπιστημίου |
Τέκνα | Aleksandŭr Vladigerov |
Αδέλφια | Lyuben Vladigerov |
Όργανα | πιάνο |
Είδος τέχνης | όπερα και συμφωνία |
Βραβεύσεις | Βραβείο Χέρντερ, Hero of Socialist Labour και τάγμα του Γκεόργκι Ντιμιτρόφ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Βλαντιγκέροφ γεννήθηκε στη Ζυρίχη της Ελβετίας, αλλά πέρασε τη ζωή του στο Σούμεν της Βουλγαρίας. Η μητέρα του, Δρ. Ελίζα Παστερνάκ (Eliza Pasternak) ήταν Ρώσο-εβραϊκής προέλευσης και, πιθανόν, μακρινή συγγενής του διάσημου συγγραφέα Μπορίς Παστερνάκ, αλλά δεν υπάρχουν απολύτως αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξουν αυτή τη σχέση. Ο πατέρας του, Δρ. Χαραλάν Βλαντιγκέροφ (Haralan Vladigerov) ήταν δικηγόρος και πολιτικός στη Βουλγαρία. Ο Πάντσο Βλαντιγκέροφ έπαιζε πιάνο και συνέθετε από νεαρή ηλικία. Το 1910, δύο χρόνια μετά τον πρώιμο θάνατο του πατέρα του, ο ίδιος και η υπόλοιπη οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στη Σόφια, όπου άρχισε να μελετά σύνθεση με τον Ν. Χριστόφ (Dobri Hristov), διακεκριμένο Βούλγαρο συνθέτη της προηγούμενης γενιάς.
Ο παππούς από την πλευρά της μητέρας του, Λ. Παστερνάκ (Leon Pasternak), Ρώσο-εβραίος που εγκατέλειψε την Οδησσό και εγκαταστάθηκε στη Ζυρίχη λίγα χρόνια πριν από τη γέννηση τού Πάντσο, υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός για τη μουσική του εξέλιξη. Μαθηματικός στο επάγγελμα, πρωταθλητής σκακιστής [16] και ερασιτέχνης μουσικός και συνθέτης, έπαιζε βιολί με τον Πάντσο και τον δίδυμο αδελφό του. Προς τιμήν του, αργότερα, ο Βλαντιγκέροφ θα συνθέσει το 1950, τη μεγάλη συμφωνία «Εβραϊκό Ποίημα», Opus 47, με βάση τον εβραϊκό σκοπό που τού μάθαινε ο παππούς του. Η συμφωνία αυτή έλαβε, το 1952, την υψηλότερη τιμή που δίνεται από τη βουλγαρική κυβέρνηση σε καλλιτέχνη, το «Βραβείο Ντιμιτρόφ», και θα αποσπάσει τον θαυμασμό των συναδέλφων του. Ο διάσημος Ντμίτρι Σοστακόβιτς είχε δηλώσει: «Τέτοιο έργο γράφεται μόνο κάθε εκατό χρόνια».
Το 1912, η μητέρα του Βλαντιγκέροφ κατάφερε να πάρει κρατική υποτροφία για τα παιδιά της, για σπουδές στο Βερολίνο, όπου ο Πάντσο και ο δίδυμος αδελφός του, βιολονίστας Λ. Βλαντιγκέροφ (Luben Vladigerov), εγγράφηκαν στο Staatliche Akademische Hochschule für Musik (τώρα τμήμα του Πανεπιστημίου Τεχνών του Βερολίνου), που τελούσε υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Τεχνών. Ο Πάντσο σπούδασε μουσική θεωρία και σύνθεση με τον Π. Χουόν (Paul Juon) και πιάνο με τον Κ. Χ. Μπαρθ (Karl Heinrich Barth).[17] Το 1920, αποφοίτησε από την Ακαδημία αφού σπούδασε πιάνο με τον Λ. Κρόιτσερ (Leonid Kreutzer) και σύνθεση με τους Φ. Γκέρνσαϊμ (Friedrich Gernsheim) και Γ. Σούμαν (Georg Schumann). Πήρε δύο φορές το Βραβείο Μέντελσον της Ακαδημίας (το 1918 και το 1920).[18] Μετά την αποφοίτησή του, ο Βλαντιγκέροφ έγινε μουσικός διευθυντής στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου και συνεργάστηκε με τον διάσημο θεατρικό διευθυντή Μ. Ράινχαρτ (Max Reinhardt). Το 1932, μετά από πολλούς δισταγμούς, αποφάσισε να επιστρέψει στη Σόφια, όπου διορίστηκε καθηγητής πιάνου, μουσικής δωματίου και σύνθεσης στην Κρατική Ακαδημία Μουσικής η οποία, τώρα, φέρει το όνομά του.[19] Έμεινε εκεί μέχρι την απόσυρσή του, το 1972.[20]
Ο Βλαντιγκέροφ απέκτησε σημαντική φήμη στην Ευρώπη, στη δεκαετία του 1920, όταν πολλά από τα έργα του δημοσιεύθηκαν από την Universal Edition στη Βιέννη και κυκλοφόρησαν σε δίσκους LP από τη γερμανική δισκογραφική εταιρεία Deutsche Grammophon, προτού εκτελεστούν σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ως πιανίστας και συνθέτης ταξίδεψε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με ορχήστρες που εκτελούσαν κυρίως δικά του έργα. Το 1969, τού απονεμήθηκε το βραβείο Herder από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Η Βουλγαρική δισκογραφική εταιρεία Balkanton κυκλοφόρησε μια έκδοση της σκηνικής και συμφωνικής μουσικής του σε τέσσερις σειρές, από επτά LPs η καθεμία. Υπήρξε, επίσης, πολύ σεβαστός μουσικοπαιδαγωγός. Στους μαθητές του περιλαμβάνονται, πρακτικά, όλοι οι βούλγαροι συνθέτες της επόμενης γενιάς, όπως οι Α. Ραΐτσεφ (Alexander Raichev), Α. Γιοσίζοφ (Alexander Yossifov), Σ. Ρεμένκοφ (Stefan Remenkov) και πολλοί άλλοι, καθώς και ο πιανίστας Α. Βάισενμπεργκ (Alexis Weissenberg). Πέθανε το 1978, στη Σόφια. Το σπίτι του, έχει μετατραπεί σε μουσείο.[21]
Ο Βλαντιγκέροφ συνέθεσε έργα σε ποικίλες φόρμες, όπως μία όπερα, ένα μπαλέτο, συμφωνική μουσική, πέντε κοντσέρτα για πιάνο, δύο κονσέρτα για βιολί, μουσική δωματίου, όπως μεταγραφές για βιολί και πιάνο και πολυάριθμες συνθέσεις για σόλο πιάνο, 13 μεταγενέστερες μεταγραφές παλαιότερων έργων για δύο πιάνα, 50 μεταγραφές λαϊκών τραγουδιών για φωνή και πιάνο/ορχήστρα, 20 τραγούδια για φωνή και πιάνο, δέκα χορωδιακά τραγούδια με πιάνο/ορχήστρα, και πολλή προγραμματική μουσική για τις παραστάσεις διαφόρων θεάτρων στο Βερολίνο, τη Βιέννη και τη Σόφια.
Είναι, πιθανότατα, ο σημαντικότερος Βούλγαρος συνθέτης όλων των εποχών. Ήταν από τους πρώτους που συνδύασε με επιτυχία τα ιδιώματα της βουλγαρικής λαϊκής μουσικής και της κλασσικής μουσικής. Ανήκε στους επονομαζόμενους βούλγαρους συνθέτες δεύτερης γενιάς, και ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Βουλγαρικής Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (1933), η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Ένωση Βουλγάρων Συνθετών.[22] Εισήγαγε πρώτος πλήθος μορφών της βουλγαρικής μουσικής, όπως τη σονάτα για βιολί και το τρίο με πιάνο. Τα έργα του διακρίνονται, κυρίως, από βιρτουόζικη τεχνική σύνθεσης και είναι έντονα ζωηρά, «πολύχρωμα και φωτεινά, λουσμένα στο πάθος», σαφέστατα επηρεασμένα από τους ρυθμούς, τη μετρική και τα μελωδικά και τονικά χαρακτηριστικά της βουλγαρικής λαϊκής μουσικής.[20] Η μουσική του εγκωμιάστηκε από προσωπικότητες μεγάλης εμβέλειας όπως τους Ρίχαρντ Στράους, Ντμίτρι Σοστακόβιτς και Αράμ Χατσατουριάν. Έργα του έχουν εκτελέσει καλλιτέχνες, όπως οι Α. Βάισενμπεργκ (Alexis Weissenberg), Ν. Όιστραχ ( David Oistrakh) και Ε. Γκίλελς (Emil Gilels). Ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει σχετικά άγνωστος έξω από τη χώρα του.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.