From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο τρελλός τάχει 400 είναι έγχρωμη κωμική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκε το 1968, σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη και σενάριο Λάκη Μιχαηλίδη. Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Λάμπρος Κωνσταντάρας μαζί με τους Καίτη Πάνου, Σμάρω Στεφανίδου, Δέσποινα Στυλιανοπούλου, Κατερίνα Γώγου και Αλέκο Τζανετάκο. Η παραγωγή έγινε από την Καραγιάννης - Καρατζόπουλος.
Ο τρελλός τάχει 400 | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Κώστας Καραγιάννης |
Σενάριο | Λάκης Μιχαηλίδης |
Πρωταγωνιστές | Λάμπρος Κωνσταντάρας Καίτη Πάνου Σμαρώ Στεφανίδου Δέσποινα Στυλιανοπούλου Κατερίνα Γώγου Αλέκος Τζανετάκος Θάνος Μαρτίνος Γιώργος Κάππης |
Μουσική | Γιώργος Θεοδοσιάδης |
Τραγούδι | Γιώργος Ζαμπέτας |
Φωτογραφία | Δήμος Σακελλαρίου Τάκης Καλαντζής |
Μοντάζ | Ανδρέας Ανδρεαδάκης |
Σκηνογραφία | Πέτρος Καπουράλης |
Χορογραφία | Φώτης Μεταξόπουλος |
Εταιρεία παραγωγής | Καραγιάννης - Καρατζόπουλος |
Πρώτη προβολή | 1968 |
Διάρκεια | 87 |
Προέλευση | Ελλάδα |
Γλώσσα | Ελληνική |
δεδομένα ( ) |
Στο επίκεντρο της ταινίας είναι ένας φτωχός βιοπαλαιστής, ο Λάμπρος, ο οποίος προσπαθεί μέσω λαχείων να καλυτερέψει τη ζωή του. Όταν, όμως, κερδίζει το λαχείο τρελαίνεται και τον κλείνουν στο ψυχιατρείο. Έτσι μένουν στο σπίτι η γυναίκα του, η κόρη του και η πεθερά του, οι οποίες κάνουν τη μεγάλη ζωή, χωρίς να υπολογίζουν ότι θα βγει ποτέ από την κλινική. Πράγμα που τελικά γίνεται και φέρνει τα πάνω κάτω στις ανέσεις που είχαν μάθει να απολαμβάνουν έως τότε, καθώς τους παίρνει όλα τα λεφτά και καταστρώνει ένα σχέδιο που θα τους επαναφέρει έναν έναν στον ίσιο δρόμο, παίρνοντας και το αίμα του πίσω.[1]
Η ταινία έκανε πρεμιέρα το 1968, και παιζόταν στους κινηματογράφους και την επόμενη χρονιά, κόβοντας 408.043 εισιτήρια, τερματίζοντας 10η, μεταξύ των 108 ταινιών εκείνης της σεζόν.[2]
Στον προαύλιο χώρος μιας ψυχιατρικής κλινικής, περιστοιχισμένος από ένα πλήθος τρελών, ο Λάμπρος περιμένει την πολυπόθητη απόφαση του ιατρικού συμβουλίου που θα του επιτρέψει την επιστροφή του πίσω στους γνωστικούς. Έχει προηγηθεί η παραμονή του στο ίδρυμα που του έχει στερήσει την οικογένειά του, στην οποία και προσμένει να επιστρέψει με ανυπομονησία. Η τρέλα του Λάμπρου ήταν αποτέλεσμα μιας ξαφνικής χαράς και υπερβολικής συγκίνησης όταν κατάφερε να πιάσει τον πρώτο αριθμό του λαχείου. Καθισμένος σε ένα παγκάκι εξιστορεί σε έναν νοσοκόμο της κλινικής τις συνθήκες της ζωής του λίγο πριν χάσει τα λογικά του, με κάθε λεπτομέρεια.
Η εξιστόρηση ξεκινά με τον Λάμπρο να αναφέρει ότι υπήρξε ένας φτωχός αλλά τίμιος οικογενειάρχης με κόρη της παντρειάς και ότι ήταν ένας αρκετά ολιγαρκής στην ζωή του. Μέχρι εκείνη την στιγμή, η έλλειψη χρημάτων τον ανάγκαζε να συζεί μαζί με την γυναίκα του, την Σοφία, κάτω από την ίδια στέγη με την πικρόχολη και καταπιεστική πεθερά του, την Σουλτάνα. Κάθε μέρα ήταν και μια μέρα μαρτυρίου για τον Λάμπρο που είχε μπλέξει με πεθερά που είχε μοτεράκι στο στόμα της και τον ταλαιπωρούσε με ποικίλους τρόπους. Κυρίως με απαξιωτικές αναφορές στο πρόσωπό του, ως άνδρα, σύζυγο και πατέρα. Μόνη του ελπίδα ήταν να βγάλει χρήματα μέσω αγοράς λαχείων και ότι κάποια μέρα θα έρθει και η δική του η σειρά να του χαμογελάσει η τύχη. Έχοντας την κόρη του, Καίτη, φρεοσκοαρραβωνιασμένη με τον επίσης φτωχό και μεροκαματιάρη Φώτη να εργάζεται σε ένα βενζινάδικο, το λαχείο ήταν κυριολεκτικά δώρο θεού που θα έσωζε τους πάντες. Όταν ένα απόγευμα έλεγξε του αριθμούς του λαχείου του στην εφημερίδα, με όλη την οικογένεια στο σαλόνι, μετά από μια στιγμή αμηχανίας, σηκώθηκε και με παραληρηματικό τρόπο άρχισε να τραγουδά το γνωστό παραδοσιακό τραγούδι "Ιτιά" καθώς είχε διαπιστώσει ότι κέρδισε τον πρώτο αριθμό. Με το που ζήτησε να του φέρουν μια φουστανέλα ετοιμαζόμενος να κατεβάσει και το παντελόνι του ήταν πια εμφανές ότι είχε λασκάρει η βίδα, με αποτέλεσμα να βρεθεί αναγκαστικά έγκλειστος στην ψυχιατρική κλινική μέχρις ότου γίνει καλά, όπου τελειώνει και η εξιστόρησή του.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην κλινική και χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, άπαντες, γυναίκα, κόρη και πεθερά καταπιάνονται με συνήθειες της μεγάλης ζωής, προχωρώντας σε διάφορες αλλαγές με σκοπό να αλλάξουν κοινωνικό στάτους. Αρχικά αλλάζουν όλη την επίπλωση του σπιτιού και προσλαμβάνουν την Ασημίνα, μια μεγάλη γλωσσού για οικιακή βοηθό. Η Καίτη πολύ γρήγορα εγκαταλείπει τον Φώτη και συνάπτει σχέση με τον Τζίλη, έναν άεργο γιο εφοπλιστή που ζει με εμβάσματα που καταφθάνουν από το Λονδίνο. Την ίδια ώρα, πεθερά και σύζυγος από τη μια σπαταλούν πολλά χρήματα για τον καλλωπισμό τους και ο ο Χρήστος, κουνιάδος του Λάμπρου από την άλλη παρατά τη δουλειά του ως υδραυλικός και αποπειράται να ασχοληθεί με την ηθοποιία. Έχει την ελπίδα ότι μπορεί να πρωταγωνιστήσει στην πρώτη του ταινία, αρκεί η Σοφία να την χρηματοδοτήσει με το ποσό των 200 χιλιάδων δραχμών. Όλοι τους είναι σίγουροι ότι ο "τρελός" δεν πρόκειται ποτέ να γίνει καλά, εκτός από την Σοφία η οποία ήταν η λογικότερη από όλους.
Για κακή τους όμως τύχη, ο Λάμπρος γίνεται καλά κάποια στιγμή. Η αναμονή για το ιατρικό συμβούλιο λαμβάνει τέλος και μετά και από θετική εισήγηση των υπευθύνων, τον αφήνουν να φύγει δίνοντάς του και το εξιτήριο από την κλινική, ότι εξήλθε κανονικώς. Ο ίδιος νοσοκόμος που προηγουμένως είχε ακούσει την ιστορία του Λάμπρου στο παγκάκι, τον ξεπροβοδίζει και λίγο πριν την έξοδο τού δίνει μια συμβουλή. Να εκμεταλλευθεί καταλλήλως το εξιτήριο, το χαρτί δηλαδή που κρατά στα χέρια του, υπονοώντας ότι μπορεί να του δώσει κάποιου είδους πλεονέκτημα στην κοινωνία που ετοιμάζεται να επιστρέψει.
Περπατώντας ο Λάμπρος προς το σπίτι του, παρατηρεί γύρω του πόσες αλλαγές έχουν γίνει γενικότερα όλο εκείνο το διάστημα που ήταν έγκλειστος. Μετά από κάποια περιστατικά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μάλλον οι γνωστικοί είναι περισσότερο τρελοί ακόμα και από τους ίδιους τους τρελούς. Σε μια επόμενη στιγμή πέφτει κατά λάθος πάνω σε ένα ζευγάρι και ύστερα από μια μικρή λογομαχία αρχίζει να χτυπά δυνατά τον νεαρό έως ότου τους χωρίσει ένας αστυνομικός και ακολούθως, όλοι τους οδηγούνται στο τμήμα για τα περαιτέρω. Εκεί ο νεαρός συνεχίζει να είναι εριστικός απέναντι στον Λάμπρο που του ρίχνει ένα αριστοτεχνικό χαστούκι την ίδια ώρα που εμφανίζει το χαρτί από το τρελάδικο στον Αστυνόμο. Είναι η "εγγύηση" που του δίνει το ακαταλόγιστο και ο Αστυνόμος τον αφήνει ελεύθερο να πάει στο σπίτι του να ηρεμήσει. Στον δρόμο, περνώντας από το βενζινάδικο που δουλεύει ο Φώτης διαπιστώνει ότι κάτι έχει αλλάξει μετά και την ψυχρή υποδοχή και τα μισόλογα του αρραβωνιαστικού της κόρης του μετά και την διαπίστωση ότι δεν φοράει την βέρα του.
Την ίδια στιγμή στο σπίτι του, που δεν γνωρίζουν ακόμα για τον ερχομό του Λάμπρου, έχει καταφθάσει ο σκηνοθέτης της επικείμενης ταινίας με πρωταγωνιστή τον Χρήστο και αρχίζουν να κάνουν πρόβα κάποιες σκηνές του έργου για να πειστεί η Σοφία και η Σουλτάνα στην χρηματοδότησή του. Όταν ο Λάμπρος εισέρχεται στο σπίτι του πέφτει πάνω στη σκηνή όπου ο σκηνοθέτης παρακαλάει γονατιστός την Σοφία και την προσφωνεί αγάπη μου και αμέσως μετά την παρακαλάει να πάνε μαζί στο παιδί τους. Όπως είναι φυσικό ο Λάμπρος εξαγριώνεται από αυτό που βλέπει και ακούει και όταν η πεθερά του συμφωνεί να χρηματοδοτήσουν την ταινία και βάζει στοίχημα πως δεν θα το μάθει έχοντας την σιγουριά ότι δεν θα βγει ποτέ από το ίδρυμα, εκείνος απαντά πόσα; Όταν εκείνη ρωτάει ποιος έβαλε το στοίχημα και ο Λάμπρος απαντάει εγώ, τότε όλοι μένουν αποσβολωμένου να τον βλέπουν να πιάνει με δύναμη από τον γιακά τον σκηνοθέτη και να ετοιμάζεται να τον χτυπήσει. Μόλις του εξηγούν ότι όλο αυτό που είδε ήταν μια παρεξήγηση, ο Λάμπρος ηρεμεί αλλά το γεγονός παραμένει πως όλοι τους θεωρούν ότι το έσκασε από το τρελάδικο και αρχίζουν να ανησυχούν. Πολύ γρήγορα διαπιστώνεται ότι αυτό δεν είναι αληθές μετά και από την εξακρίβωση του εξιτηρίου της κλινικής από έναν αστυνομικό που εμφανίζεται στο σπίτι.
Μετά αυτή την ταραχή τα πνεύματα ηρεμούν και ο Λάμπρος εγκαθίσταται στο σπίτι, μέχρι που έρχεται η ώρα να του γνωρίσουν τον νέο αρραβωνιαστικό της Καίτης, ο οποίος πως τα φέρνει η τύχη είναι το ίδιο πρόσωπο με τον νεαρό που είχε τσακωθεί πρωτύτερα στην μέση του δρόμου. Από καθαρή τύχη ο Τζίλης καταφέρνει να γλυτώσει στο τσακ από τα χέρια του μαινόμενου Λάμπρου, μετά από ένα σύντομο κυνηγητό. Το συγκεκριμένο περιστατικό εξοργίζει τον Λάμπρο τα μάλα και του είναι αδιανόητο πως όλοι τους έχουν ξεγελαστεί από έναν τέτοιο απατεώνα και διαπιστώνει πως το σπιτικό του έχει αλλάξει ριζικά. Τόσο πολύ, που δεν έχει πλέον κανένα λόγο να βρίσκεται εκεί. Απαιτεί και παίρνει τα λεφτά του και σηκώνεται και φεύγει, αφήνοντας την οικογένειά του χωρίς κανένα εισόδημα. Λίγο αργότερα συναντά τον Φώτη και του φανερώνει ότι έχει καταστρώσει ένα σχέδιο για να κερδίσει πίσω την οικογένειά του, όπως ακριβώς ήταν πριν τους χαλάσουν τα λεφτά του λαχείου. Διαπιστώνοντας τα αισθήματα αγάπης του Φώτη για την Καίτη, τον παίρνει με το μέρος του ως βοηθό.
Η βάση του σχεδίου του Λάμπρου είναι πρώτα να κάνει τη μεγάλη ζωή, να γλεντήσει αναδρομικά, με σκοπό να προκαλέσει την οικογένεια του και να τους μπει στο μάτι για να δου, τι είχαν και τι έχασαν. Το ρίχνει στη ντόλτσε βίτα, με διαμονή σε πολυτελές ξενοδοχείο και σε γλέντια στα μπουζούκια με την ανάλογη κάλυψη από τον Τύπο, κάτι που κάνει την οικογένειά του να σκάσει από την ζήλια της μόλις το μαθαίνουν. Παρά την προσπάθεια τους να τον σταματήσουν, το "τρελόχαρτο" γλυτώνει τον Λάμπρο γι' ακόμη μια φορά από τα χέρια της Αστυνομίας όταν του γίνεται ένας τυπικός έλεγχος, προς μεγάλη απογοήτευση της πεθεράς του. Το πιο μεγάλο σοκ όμως έρχεται όταν ο Λάμπρος στέλνει συστημένο έναν δικηγόρο στο σπίτι του με σκοπό να ζητήσει διαζύγιο, μετ' αποζημιώσεως, από την Σοφία. Εκείνη εκνευρίζεται αρκετά και τον διώχνει χωρίς να δεχθεί την πρότασή του, δείχνοντας μια πρώτη μεταμέλεια για ότι είχε συμβεί από πλευρά τους ενώ παράλληλα εξομολογεί ότι προτιμά τον Λάμπρο, ακόμα και χωρίς τα λεφτά.
Η Καίτη φανερά απογοητευμένη από την όλη κατάσταση αποφασίζει να πάει να βρει τον Τζίλη για να του μιλήσει. Έχει μέσα της την σιγουριά ότι την αγαπάει ακόμα και μαζί με αυτό ποντάρει και στην οικονομική του επιφάνεια για να τους σώσει από την δυσχέρεια που έχουν περιέλθει. Στην συνάντηση τους στο αναψυκτήριο σε μια πίστα καρτ στο Ελληνικό, διαπιστώνει πολύ γρήγορα ότι όχι μόνο ο Τζίλης δεν την αγαπούσε τόσο καιρό αλλά και ότι την κορόιδευε, κάτι που την κάνει να φύγει αρκετά στεναχωρημένη. Για καλή του τύχη ο Λάμπρος είχε μάθει από τον δικηγόρο για την συγκεκριμένη συνάντηση και αναλαμβάνει δράση να τιμωρήσει τον Τζίλη για ότι είχε κάνει στην κόρη του. Τον πιάνει εξαπίνης και για ακόμη μια φορά τον ξυλοφορτώνει με αρκετά μπριόζικο τρόπο μπροστά στα μάτια της κοπέλας του, της Σούζι, που πλέον αντιλαμβάνεται ότι ο αγαπημένος της είναι καρπαζοεισπράκτορας παντός καιρού.
Το επόμενο εμπόδιο στο σχέδιο του Λάμπρου είναι η εμμονή του Χρήστου να γίνει πρωταγωνιστής του κινηματογράφου με τα λεφτά της αδερφής του. Καθώς όμως αυτό δεν είναι πλέον δυνατόν, η Σουλτάνα αποφασίζει να βάλει ως ενέχυρο το σπίτι, που της ανήκει εξ ολοκλήρου, για να βρεθεί το ποσό που χρειάζεται. Πάλι όμως για καλή του τύχη, ο Λάμπρος το μαθαίνει έγκαιρα, αυτή τη φορά από την οικιακή βοηθό και για ευχαριστώ την φιλοδωρεί με ένα χαστούκι που την μετατρέπει σε σβούρα καθώς αναφωνεί τρεις φορές ολε! Τάχιστα του κατεβαίνει η ιδέα της εκδίκησης και ως άλλος "Πράκτωρ Ζορό" εναντίον της "Φέσι Φιλμ" πηγαίνει στα γραφεία της εταιρείας του σκηνοθέτη, παίρνοντας τον Χρήστο στο κατόπι. Λίγο πριν κάνει την είσοδό του ο Χρήστος, ο σκηνοθέτης συνομιλεί με τον βοηθό του για το πόσο σημαντικό είναι να φέρει τα λεφτά, συμπληρώνοντας ότι μετά θα του μείνει ο ρόλος στο χέρι όταν αυτοί θα είναι μακριά και θα τα χαίρονται. Δυστυχώς όμως γι αυτούς, ο Χρήστος το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι η υπόσχεση ότι θα έχουν να λαβαίνουν και αυτό, μόλις πουληθεί το σπίτι της μητέρας του. Αν και διστάζει, ο σκηνοθέτης δέχεται να περιμένει λίγο ακόμα για να βρεθούν επιτέλους τα λεφτά αλλά βάζει προϋπόθεση να μην υπάρξει κάποιο μπλέξιμο με τον "τρελό", εννοώντας τον Λάμπρο. Την ώρα που ο βοηθός του σκηνοθέτη αναρωτιέται που θα μπορούσε να τον δει καθώς τρελαίνεται για τέτοιους τύπους, κάνει την εμφάνιση του ο Λάμπρος λέγοντας εδώ! Σκηνοθέτης και βοηθός, έντρομοι κρύβονται πίσω από το γραφείο τους αλλά ο Λάμπρος τους μπλοκάρει πριν προλάβουν και το σκάσουν. Ακολουθεί μια "βροχή" χαστουκιών στα μάγουλα του σκηνοθέτη που εξομολογείται ότι τόσο καιρό κορόιδευε τον Χρήστο γιατί ήταν ψώνιο, και ότι ως μόνο σκοπό είχε να του φάει τα 200 χιλιάρικα. Εκείνος νευριάζει αλλά μετά από ένα ηρεμιστικό χαστούκι του Λάμπρου παίρνει στο τηλέφωνο την μητέρα του για να της πει να μην πουλήσει το σπίτι διότι ο σκηνοθέτης είναι απατεώνας και ο ίδιος φελλός που τον πίστεψε. Μετά έρχεται η σειρά του σκηνοθέτη να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του Χρήστου αλλά δείχνει να κομπιάζει προς στιγμή. Μετά από ένα ακόμα ηρεμιστικό χαστούκι από τον Λάμπρο το πράττει θέλοντας και μη φανερά απεγνωσμένος. Λίγο πριν ο σκηνοθέτης κατεβάσει το ακουστικό, ο βοηθός του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή την έχει βγάλει καθαρή, όταν ερωτάται από τον Λάμπρο αν έχει φάει καμία και εκείνος απαντάει όχι, τρώει την πιο γεμάτη σφαλιάρα ολόκληρης της ταινίας η οποία ακούγεται στερεοφωνικά και από την Σουλτάνα στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Προς μεγάλη έκπληξη της Σοφίας, η Σουλτάνα αμέσως μετά τα γυρίζει και ρίχνει την κατηγορία ότι σύζυγος και κόρη φταίνε για όλα τα βάσανα που τους έχουν βρει, παινεύοντας μάλιστα και τον Λάμπρο ως τον καλύτερο νοικοκύρη και για το κερασάκι, τους λέει και τρελάρες.
Μετά τον κάζο με την κινηματογραφική καριέρα ο Χρήστος καταλαβαίνει ότι αντί να γίνει "Μαστρογιάνι" στο πανί, δεν του μένει τίποτα άλλο παρά να γίνει "Μαστροχρήστος" στο μηχανουργείο. Ο δρόμος της επιστροφής για τον Λάμπρο ως νικητή και τροπαιούχο πίσω στην οικογένειά του είναι πια ανοιχτός αρκεί να καμφθεί και το τελευταίο εμπόδιο. Έτσι το τελικό στάδιο του σχεδίου του μπαίνει σε εφαρμογή. Στέλνει εσπευσμένα τον Φώτη να ειδοποιήσει τους οικείους του ότι είναι βαριά άρρωστος στο ξενοδοχείο, δίνοντας την εντύπωση ότι ίσως είναι στα τελευταία του. Και αυτό μετά από υπερβολική δόση χαπιών. Όλοι ανεξαιρέτως, εμφανώς ανήσυχοι και τρομαγμένοι πάνε να τον δουν. Ο Λάμπρος όμως έχει σκηνοθετήσει την ψεύτικη αυτοκτονία του και πείθει ακόμα και τον γιατρό του ξενοδοχείου να τον βοηθήσει στην παρασπονδία που ετοιμάζει, παρά τις αντιρρήσεις του. Όταν καταφτάνουν οι δικοί του άνθρωποι στο Λαγονήσι όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο,πηγαίνουν πάνω στο δωμάτιο του και αντικρίζουν τον Λάμπρο ξαπλωμένο στο κρεβάτι να σφαδάζει από τους πόνους λίγο άγαρμπα αλλά ο νους τους δεν μπορεί να διανοηθεί το κόλπο που πάει να τους σκαρώσει. Σοφία και Σουλτάνα πέφτουν στα γόνατα τους παρακαλώντας να μην πεθάνει ο Λάμπρος και του δηλώνουν την αγάπη και την μετάνοιά τους για ότι είχε συμβεί. Λίγο πιο πίσω ο Φώτης αγκαλιάζει την Καίτη ως επιβεβαίωση της επανασύνδεσής τους. Με το που του λέει η Σοφία πως μόνο αυτόν θέλει και όχι τα χρήματα, ο Λάμπρος πείθεται ότι έχει πετύχει ότι επιζητούσε και με παραπάνω. Ως δια μαγείας γίνεται καλά, σηκώνεται από το κρεβάτι και φιλάει με πάθος την Σοφία.
Στο κλείσιμο, η αυλαία πέφτει με μια χορευτική εκδοχή που ακολουθεί τον γάμο του Φώτη και της Καίτης. Όλοι οι συντελεστές της ταινίας παίρνουν μέρος, με προεξάρχοντα τον Λάμπρο σε μεγάλα κέφια να αναφωνεί και εις άλλα με υγεία!
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.