From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ταξιτζής (πρωτότυπος τίτλος: Taxi Driver) είναι ψυχολογικό νεο-νουάρ θρίλερ παραγωγής 1976, σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε και σε σενάριο Πολ Σρέιντερ. Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο ρόλο του Τράβις Μπικλ, ενός απόστρατου που υπηρέτησε στον Πόλεμο του Βιετνάμ, ο οποίος πάσχει από κατάθλιψη και για να καταπολεμήσει τις αϋπνίες του εργάζεται τα βράδια ως ταξιτζής. Στην ταινία, επίσης, εμφανίζονται και οι Τζόντι Φόστερ, Χάρβεϊ Καϊτέλ και Σίμπιλ Σέπερντ. Η ταινία προτάθηκε για τέσσερα βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων του Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, ενώ βραβεύτηκε με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Το 1998 έλαβε την 52η θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών που θεσπίστηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, ενώ το 1994 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.[10]
Ο Ταξιτζής | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Μάρτιν Σκορσέζε[1][2][3] |
Παραγωγή | Julia Phillips και Michael Phillips |
Σενάριο | Πολ Σρέιντερ |
Πρωταγωνιστές | Ρόμπερτ Ντε Νίρο[4][1][5], Τζόντι Φόστερ[4][5][3], Σίμπιλ Σέπερντ[4][5][3], Χάρβεϊ Καϊτέλ[5][6][7], Πίτερ Μπόιλ[5][6], Άλμπερτ Μπρουκς[5][6], Leonard Harris[5][6], Μάρτιν Σκορσέζε[5], Ντιάν Άμποτ[5][2][6], Τζόι Σπινέλλ[5], Βίκτορ Άργκο[5][6], Χάρι Νόρθαπ, Harry Fischler και Peter Savage |
Μουσική | Μπέρναρντ Χέρμαν |
Τραγούδι | Μπέρναρντ Χέρμαν |
Φωτογραφία | Μάικλ Τσάπμαν |
Μοντάζ | Marcia Lucas |
Εταιρεία παραγωγής | Columbia Pictures |
Διανομή | Columbia Pictures και Netflix |
Πρώτη προβολή | 7 Φεβρουαρίου 1976 (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής)[8], 12 Μαρτίου 1977 (Σουηδία), 7 Οκτωβρίου 1976 (Γερμανία)[9] και 1976 |
Διάρκεια | 114 λεπτά |
Προέλευση | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Τράβις Μπικλ είναι πρώην πεζοναύτης και βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ που ζει στη Νέα Υόρκη, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στην τάξη πραγμάτων. Υποφέρει από αϋπνίες και από κατάθλιψη κι εργάζεται ως ταξιτζής τα βράδια, ενώ την ημέρα συχνάζει σε σινεμά όπου προβάλλονται πορνογραφικές ταινίες, σκεπτόμενος το βαθμό στον οποίο ο κόσμος, και ειδικά η Νέα Υόρκη, έχει χειροτερεύσει. Είναι μοναχικός κι έχει έντονη αίσθηση του σωστού και του λάθους στην ανθρωπότητα. Μοναδική του σανίδα σωτηρίας φαίνεται να είναι η Μπέτσι, μια κοπέλα που εργάζεται για την προεκλογική εκστρατεία του γερουσιαστή Τσαρλς Πάλανταϊν. Ο Τράβις παθαίνει ψύχωση με την Μπέτσι και, μετά από ένα ατυχές ραντεβού μαζί της, στο οποίο την οδηγεί σε ένα σινεμά πορνογραφικών ταινιών, τρελαίνεται κι αποφασίζει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αλλάξει τον κόσμο. Μια από τις προτεραιότητες του είναι η διάσωση της ανήλικης πόρνης Άιρις από το βούρκο της ακολασίας, για την οποία πιστεύει ότι θέλει να ξεφύγει από την εκμετάλλευση που υφίσταται από τον προαγωγό της Μάθιου Σπορτ.
Σύμφωνα με τον Μάρτιν Σκορσέζε, ο σκηνοθέτης Μπράιαν Ντε Πάλμα τον σύστησε στο σεναριογράφο της ταινίας Πολ Σρέιντερ. Στο βιβλίο Scorsese on Scorsese που βασίζεται σε συνέντευξη του σκηνοθέτη πάνω στο έργο του, από τους Ντέιβιντ Τόμσον και Ίαν Κρίστι, ο Σκορσέζε μιλάει για το γεγονός ότι μεγάλο μέλος της ταινίας προήλθε από την προσωπική του αντίληψη για την επιρροή του κινηματογράφου στον άνθρωπο. Σύμφωνα με τον Σκορσέζε ο κινηματογράφος μεταφέρει τον άνθρωπο σε έναν κόσμο ονειρικό και προκαλεί διέγερση παρόμοια με εκείνη που χαρακτηρίζει εκείνους που κάνουν χρήση ναρκωτικών. Με τον ταξιτζή ο Σκορσέζε προσπάθησε να επιφέρει αφύπνιση στο θεατή. Αποκαλεί τον Τράβις Άγγελο Τιμωρό που πλανάται στους δρόμος της Νέας Υόρκης, που αντιπροσωπεύει όλες τις μεγαλουπόλεις, ξορκίζοντας τα δαιμόνια. Ο αυτοσχεδιασμός είχε σημαντικό ρόλο στην ταινία όπως για παράδειγμα στη σκηνή μεταξύ του Ντε Νίρο και της Σέπερντ στην καφετέρια. Η κίνηση της κάμερας, που καταγράφει τα γεγονότα, παρουσιάζει επιρροές από την ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ, 13 Εγκλήματα Ζητούν Ένοχο (The Wrong Man, 1957) και από το ντοκιμαντέρ του Τζακ Χέιζαν A Bigger Splash (1973).[11]
Στη συνέντευξή του ο σκηνοθέτης αναφέρεται επίσης στους θρησκευτικά σύμβολα της ταινίας, παρομοιάζοντας τον Μπικλ με άγιο που θέλει να καθαρίσει τη σκέψη του, αλλά και τη ζωή του. Ο Μπικλ αποπειράται να αυτοκτονήσει στο τέλος της ταινίας, όπως κάνουν οι σαμουράι διατηρώντας την τιμή τους.[11]
Όταν ο Τράβις συναντά τη Μπέτσι στην καφετέρια της υπενθυμίζει τους στίχους του τραγουδιού του Κρις Κριστόφερσον The Pilgrim, Chapter 33: Είναι προφήτης και βαποράκι, μερικώς αληθινός, μερικώς ψεύτικος. Σε εκείνο τους το ραντεβού, ο Μπικλ πηγαίνει την Μπέτσι σε πορνογραφικό σινεμά για να δουν μαζί μια σουηδική ταινία σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης με τίτλο Ur kärlekens språk (Η γλώσσα του έρωτα).[12]
Η ταινία γυρίστηκε το καλοκαίρι του 1976 στη Νέα Υόρκη, κατά τη διάρκεια απεργίας των απορριμματοφόρων. Ο Ταξιτζής υπέστη λογοκρισία από την Ένωση Κινηματογραφιστών Αμερικής για τις σκηνές βίας που περιείχε. Ο Σκορσέζε έκανε αποκορεσμό στο χρώμα της εικόνας στις τελικές σκηνές, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την κυκλοφορία της ταινίας με την ένδειξη Ακατάλληλον προς ανηλίκους. Για τη δημιουργία των ατμοσφαιρικών σκηνών μέσα στο ταξί του Μπικλ, οι υπεύθυνοι του ήχου έμπαιναν στο φορτηγό που ακολουθούσε το αυτοκίνητο κι ο Σκορσέζε με το διευθυντή φωτογραφίας, Μάικλ Τσάπμαν, στριμώχνονταν στο πάτωμα του πίσω μέρους του ταξί απ' όπου έριχναν το φωτισμό στο μπροστινό κάθισμα.
Ο Πολ Σρέιντερ έλαβε την έμπνευση για τη συγγραφή του σεναρίου από το ημερολόγιο του Άρθουρ Μπρέμερ, που πυροβόλησε τον Τζορτζ Γουάλας, υποψήφιο για τις Προεδρικές Εκλογές του 1972 στις Η.Π.Α.,[13] από το μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Σημειώσεις από το Υπόγειο καθώς κι από τον εαυτό του σε μια περίοδο που δίαγε ζωή παρόμοια με εκείνη του Μπικλ. Είχε βιώσει διαζύγιο και τον μετέπειτα χωρισμό από την κοπέλα με την οποία συζούσε και πέρασε μερικές βδομάδες ζώντας στο αυτοκίνητό του. Κατάφερε να γράψει το σενάριο της ταινίας τον μήνα που έζησε στο σπίτι της πρώην του κοπέλας, όσο εκείνη έλειπε. Ο σεναριογράφος αποφάσισε να κάνει τον Μπικλ βετεράνο του Βιετνάμ επειδή το εθνικό τραύμα του πολέμου μπορούσε να εξηγήσει καλύτερα την ψυχοσύνθεσή του και την παράνοια του χαρακτήρα του και να κάνει τις μεταπολεμικές του εμπειρίες να φαντάζουν εντονότερες και απειλητικότερες σε σχέση με εκείνες του πολέμου.[14]
Ενώ ετοιμαζόταν για να ερμηνεύσει το ρόλο του Τράβις Μπικλ, ο Ντε Νίρο γύριζε το 1900 (1976) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στην Ιταλία. Σύμφωνα με τον Πίτερ Μπόλ με το που τελείωνε τα γυρίσματα της ταινίας τις Παρασκευές, έμπαινε στο αεροπλάνο για να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Ο ηθοποιός απέκτησε δίπλωμα οδήγησης για ταξί για την προετοιμασία του κι όταν είχε διάλειμμα από τα γυρίσματα του 1900 έπαιρνε το ταξί κι έκανε βόλτες στη Νέα Υόρκη κι έπειτα γύριζε ξανά στη Ρώμη για να συνεχίσει τα γυρίσματα. Ο ηθοποιός έχασε περίπου 15 κιλά και άκουγε συχνά στο κασετόφωνο τις αναγνώσεις του ημερολογίου του Άρθουρ Μπέρμερ. Όταν έβρισκε επίσης χρόνο πεταγόταν στην Αμερικανική Βάση που βρισκόταν στην Νότια Ιταλία και ηχογραφούσε τις προφορές των στρατιωτών, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να του φανούν χρήσιμες για το χαρακτήρα του Τράβις. Όταν ο Μπικλ αποφάσισε να δολοφονήσει τον Γερουσιαστή Πάλαταϊν, έκοψε τα μαλλιά του δίνοντας τους μορφή Μοϊκανού. Αυτή η λεπτομέρεια ήταν πρόταση του Βίκτορ Μανιότα, ενός φίλου του Σκορσέζε που είχε υπηρετήσει στο Βιετνάμ και που είχε ένα μικρό ρόλο στην ταινία.
Η Τζόντι Φόστερ δεν ήταν η πρώτη επιλογή για το ρόλο της Άιρις. Ο Σκορσέζε σκέφτηκε πρώτα να αναθέσει το ρόλο στις Μέλανι Γκρίφιθ, Λίντα Μπλερ, Μπο Ντέρεκ και Κάρι Φίσερ. Η εγγονή του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Μάριελ Χέμινγουεϊ, πέρασε από ακρόαση για το ρόλο, αλλά μετά από πιέσεις από την οικογένειά της αποφάσισε να απορρίψει το ρόλο. Εφόσον υπήρξε η απόρριψη του ρόλου από άλλες ηθοποιούς, ο Σκορσέζε αποφάσισε να προσλάβει μια έμπειρη νεαρή ηθοποιό, την Τζόντι Φόστερ, η οποία είχε συμμετάσχει και στην ταινία του Σκορσέζε, Η Αλίκη δε Μένει Πια Εδώ (Alice Doesn't Live Here Anymore, 1974).
Σύμφωνα με το αρχικό σενάριο του Σρέιντερ ο προαγωγός της Άιρις, Μάθιου ήταν νέγρος. Προκειμένου να αποφύγει τις αντιδράσεις της κοινότητας των μαύρων των Η.Π.Α., ο Σκορσέζε άλλαξε το σενάριο καθιστώντας το χαρακτήρα λευκό κι ανέθεσε το ρόλο στον Χάρβεϊ Καϊτέλ, με τον οποίο είχε ήδη συνεργαστεί στην ταινία Κακόφημοι Δρόμοι (Mean Streets, 1973). Παρόλα αυτά, αφήνεται να εννοηθεί ότι ο Τράβις Μπικλ έτρεφε απέχθεια για τους μαύρους. Οι ταξιτζήδες στην ταινία αναφέρονται στο Χάρλεμ ως τη χώρα των Μάου Μάου, κι ο Τράβις κοιτάει με εχθρικότητα όλους τους μαύρους χαρακτήρες της ταινίας. Άλλη μια σεναριακή αλλαγή αφορά την τοποθεσία στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα. Το σενάριο του Σρέιντερ τοποθετούσε τα γεγονότα στο Λος Άντζελες, ενώ ο Σκορσέζε μετατόπισε την τοποθεσία στη Νέα Υόρκη, εφόσον εκεί τα ταξί ήταν περισσότερα σε αριθμό, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970.
Η σκηνή με την αιματοχυσία του τέλους της ταινίας θεωρήθηκε παραστατική και έντονη από μερικούς κριτικούς, κατά την πρεμιέρα της ταινίας.[15] Ο Σκορσέζε προκειμένου να προβληθεί η ταινία στους κινηματογράφους με την ένδειξη Ακατάλληλον για ανηλίκους, έκανε αποκορεσμό στο χρώμα της εικόνας καθιστώντας το χρώμα του αίματος λιγότερο έντονο.[16] Σε συνεντεύξεις που έδωσε αργότερα ο Σκορσέζε, σχολίασε ότι ήταν ικανοποιημένος για την αλλαγή του χρώματος στην τελική σκηνή, κι ότι θεωρούσε ότι βελτίωνε την εικόνα της αρχικά γυρισμένης σκηνής. Στην ειδική έκδοση του DVD, ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, Μάικλ Τσάπμαν, δήλωσε ότι ήταν στεναχωρημένος με την αλλαγή των χρωμάτων και για το γεγονός ότι η αυθεντική κόπια του φιλμ με το αναλλοίωτο χρώμα δε σώζεται πια.
Μερικοί από τους κριτικούς εξέφρασαν το φόβο τους για την παρουσία της δεκατριάχρονης Τζόντι Φόστερ κατά τη σκηνή της αιματοχυσίας. Η Φόστερ δήλωσε ότι παρά το γεγονός ότι ήταν παρούσα στο γύρισμα της σκηνής, είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει βήμα προς βήμα τη διαδικασία του στησίματος και της χρήσης των ειδικών εφέ που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία της τελικής σεκάνς. Αντί να αισθανθεί άγχος ή να της δημιουργηθεί ψυχικό τραύμα από τη βία της σκηνής, διασκέδασε και γοητεύτηκε από τα γεγονότα που προηγήθηκαν των γυρισμάτων. Εκτός αυτού, πριν αναλάβει το ρόλο, η Φόστερ πέρασε από ψυχολογικό τεστ για να αποδειχτεί ότι δεν επρόκειτο να τραυματιστεί ψυχολογικά από το ρόλο της στην ταινία, σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους της Καλιφόρνια.[17]
Όταν η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση, υπήρξε η προσθήκη μιας ανεξήγητης επιγραφής κατά τη διάρκεια των τίτλων τέλους στην οποία αναφερόταν:[18][19]
Προς το τηλεοπτικό μας κοινό: Ως επακόλουθο της βίας, η διάκριση μεταξύ του ήρωα και του κακού είναι αρκετές φορές θέμα ερμηνείας ή παρερμηνείας των γεγονότων. Ο "Ταξιτζής" υπαινίσσεται ότι τραγικά λάθη μπορούν να συμβούν. Οι δημιουργοί της ταινίας.
Τζον Χίνκλεϊ Τζ.
Ο Ταξιτζής είχε μέρος ευθύνης στη δημιουργία της απατηλής φαντασίας του Τζον Χίνκλεϊ Τζ.,[20] ο οποίος την ιδέα να αποπειραθεί να δολοφονήσει τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Ρόναλντ Ρίγκαν το 1981, μια πράξη για την οποία κρίθηκε αθώος για λόγους παραφροσύνης.[21] Ο Χίνκλεϊ δήλωσε ότι η πράξη του ήταν μια προσπάθεια για να εντυπωσιάσει την ηθοποιό Τζόντι Φόστερ, με την οποία είχε ψύχωση. Ο Χίνκλεϊ ξύρισε τα μαλλιά του υιοθετώντας το στυλ του Μοϊκανού που είχε ο Ντε Νίρο στην τελευταία σκηνή της ταινίας. Ο δικηγόρος του στήριξε την υπεράσπισή του, προβάλλοντας στο δικαστήριο την ταινία του Σκορσέζε.
Η ταινία γυρίστηκε με προϋπολογισμό 1.3 εκατομμυρίων δολαρίων κι έκανε εισπράξεις 28.262.574 στις Ηνωμένες Πολιτείες, πράγμα που την κατέστησε την 17η εμπορικότερη ταινία της χρονιάς.[22]
Ο Ρότζερ Ίμπερτ χαρακτήρισε τον Ταξιτζή ως μια από τις καλύτερες ταινίες που είχε δει ποτέ.[23]
Αν και η ταινία θεωρείται ως αριστούργημα και από τους περισσότερους Έλληνες κριτικούς,[24][25] ο δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν από τους λίγους που διαφώνησε παντελώς με αυτή την άποψη.[26]
Η ταινία προτάθηκε για 4 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, το οποίο έχασε από την ταινία του Τζον Αβίλντσεν Ρόκι: Τα Χρυσά Γάντια (Rocky, 1976). Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο έχασε το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου από τον Πίτερ Φιντς, πρωταγωνιστή της ταινίας του Σίντνεϊ Λουμέτ Το Δίκτυο (Network), ενώ η Φόστερ έχασε το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου από τη Μπίατρις Στρέιτ που αναδείχθηκε νικήτρια για Το Δίκτυο. Η ταινία βραβεύτηκε με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ ο συνθέτης της ταινίας Μπέρναρντ Χέρμαν βραβεύτηκε με Βραβείο BAFTA για τη μουσική επένδυση της ταινίας. Η Τζόντι Φόστερ έλαβε 2 βραβεία BAFTA για τη σκιαγράφηση της ανήλικης πόρνης, ένα ως καλύτερη πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός κι ένα για την ερμηνεία της στην ταινία.
Ο Ταξιτζής έλαβε τις εξής υποψηφιότητες στα Βραβεία Ακαδημίας Κινηματογράφου (Όσκαρ):
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.