Remove ads
έργο του Τζέιμς Τζόις From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Οδυσσέας (πρωτότυπος τίτλος: Ulysses) είναι μοντερνιστικό(D/R) μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα Τζέιμς Τζόις. Αρχικά εκδόθηκε -κατά μέρη- ως σειρά στο αμερικανικό περιοδικό The Little Review από τον Μάρτιο του 1918 έως τον Δεκέμβριο του 1920, και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στο σύνολό του από τη Σίλβια Μπιτς(D/R) στις 2 Φεβρουαρίου του 1922 στο Παρίσι, τα 40ά γενέθλια του Τζόις. Θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα του λογοτεχνικού μοντερνισμού[7] και έχει χαρακτηριστεί ως «επίδειξη και ανακεφαλαίωση ολόκληρου του κινήματος».[8] Σύμφωνα με τον Ντίκλαν Κίμπερτ, «πριν από τον Τζόις κανένας μυθιστοριογράφος δεν είχε τόσο στο προσκήνιο την διαδικασία της σκέψης».[9] Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ταύτισε αυτό το μυθιστόρημα με το "Πετρούπολη" του Ανδρέα Μπέλιι.[10]
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: η μετάφραση έχει μείνει στη μέση, στο τέλος του δημοσιευμένου κειμένου, υπάρχει το κείμενο που χρειάζεται επιμέλεια πριν δημοσιευτεί. Για γρήγορη εύρεση, ψάξτε στην Επεξεργασία Κειμένου για το κρυμμένο κείμενο: «ΕΔΩ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ» Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων. |
Ο Οδυσσέας αφηγείται τις περιπλανητικές συναντήσεις του Λέοπολντ Μπλουμ(D/R) στο Δουβλίνο κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης ημέρας, της 16ης Ιουνίου 1904.[11][12] Ο πρωτότυπος τίτλος Ulysses αποτελεί εκλατινισμό του ονόματος του Οδυσσέα, του ήρωα της Οδύσσειας, του επικού ποιήματος του Ομήρου, και το μυθιστόρημα θέτει μια σειρά από παραλληλισμούς ανάμεσα στο ποίημα και το μυθιστόρημα, με δομικές αντιστοιχίες μεταξύ των χαρακτήρων και των εμπειριών του Λέοπολντ Μπλουμ και του Οδυσσέα, της Μόλι Μπλουμ(D/R) και της Πηνελόπης, και του Στίβεν Δαίδαλου και του Τηλέμαχου αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιεί γεγονότα και θεματολογία του μοντερνισμού, του Δουβλίνου και της σχέσης της Ιρλανδίας με την Βρετανία στις αρχές του 20ού αιώνα. Το μυθιστόρημα μιμείται γραφές αιώνων της αγγλικής λογοτεχνίας και κάνει, έντονα, νύξεις σε άλλα έργα.
Έχει μήκος περίπου 265.000 λέξεων[13] και διαιρείται σε δεκαοχτώ επεισόδια. Από τη δημοσίευσή του, το βιβλίο έχει τοποθετηθεί στο μικροσκόπιο ακαδημαϊκών και άλλων κύκλων και έχει αποτελέσει αιτία αντιπαραθέσεων, που κυμαίνονται από δίκες για την αισχρότητά του μέχρι παρατεταμένες διαμάχες ως προς το περιεχόμενό του, αναφερόμενες ως «Πόλεμοι Τζόις» (Joyce Wars). Η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου στον Οδυσσέα, η προσεκτική δόμηση και η πειραματική πεζογραφία, γεμάτη λογοπαίγνια(D/R), παρωδίες και νύξεις(D/R), καθώς και η πλούσια χαρακτηροποίησή(D/R) του και το ευρύ του χιούμορ, έκανε το μυθιστόρημα να θεωρείται ένα άκρως αξιόλογο έργο,στο πάνθεον του μοντερνισμού. Οι οπαδοί του Τζόις ανά τον κόσμο γιορτάζουν την 16η Ιουνίου ως Bloomsday.
Ο Τζόις συνάντησε για πρώτη φορά την εικόνα του Οδυσσέα (Ulysses) στο μυθιστόρημα Οι Περιπέτειες του Οδυσσέα (The Adventures of Ulysses) του Τσαρλς Λαμπ(D/R), μια διασκευή της Οδύσσειας για παιδιά η οποία, ενδεχομένως, να καθιέρωσε το ρωμαϊκό όνομα του Οδυσσέα, Ulysses, στο μυαλό του Τζόις. Στο σχολείο έγραψε ένα δοκίμιο για το χαρακτήρα με τίτλο «Ο αγαπημένος μου ήρωας».[14][15] Ο Τζόις είπε στον Φρανκ Μπάντζεν(D/R), ότι θεωρούσε τον Οδυσσέα τον μόνο καθολικά ολοκληρωμένο χαρακτήρα της λογοτεχνίας.[16] Είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο να ονομάσει τη συλλογή του από μικρές ιστορίες Οι Δουβλινέζοι(D/R) ως Ο Οδυσσέας στο Δουβλίνο (Ulysses in Dublin),[17] αλλά η ιδέα του αναπτύχθηκε από μια μικρή ιστορία της συλλογής των Δουβλινέζων το 1906, σε ένα «μικρό βιβλίο» το 1907,[18] και από εκεί στο ογκώδες μυθιστόρημα που ξεκίνησε το 1914.
Ο Τζόις χώρισε τον Οδυσσέα σε 18 επεισόδια. Με μια πρώτη ματιά αρκετό μέρος του βιβλίου μπορεί να δείχνει αδόμητο και χαοτικό. Ο Τζόις είχε δηλώσει, «έχω βάλει τόσα πολλά αινίγματα και γρίφους που θα κρατήσουν τους μελετητές απασχολημένους για αιώνες να επιχειρηματολογούν για το τι εννοούσα», κάτι που θα χάριζε στο μυθιστόρημα «αθανασία».[19] Τα δύο σχήματα που δημοσίευσαν ο Στιούαρτ Γκίλμπερτ(D/R) και ο Χέρμπερτ Γκόρμαν μετά την έκδοση του βιβλίου, ώστε να υπερασπιστούν τον Τζόις στις κατηγορίες για αισχρότητα του έργου, έκαναν τις συνδέσεις με την Οδύσσεια ξεκάθαρες, ενώ επιπρόσθετα εξήγησαν την εσωτερική δομή του έργου.
Κάθε επεισόδιο του Οδυσσέα έχει ένα θέμα, μια τεχνική, και μια αντιστοιχία μεταξύ των χαρακτήρων του και αυτών της Οδύσσειας. Το αρχικό κείμενο δεν περιελάμβανε τους τίτλους των επεισοδίων και τις αντιστοιχίες, αλλά αντίθετα αυτά προέρχονται από το σχήμα του Τζόις προς τον Κάρλο Λινάτι(D/R) και αυτό προς τον Γκίλμπερτ(D/R). Ο Τζόις αναφερόταν στα επεισόδια με τους ομηρικούς τους τίτλους στις επιστολές του. Πήρε την ιδιόμορφη απόδοση ορισμένων τίτλων, όπως του Nausikaa (αντί του Nausicaa όπως αποδίδεται στα λατινικά συνήθως η Ναυσικά) και του Telemachiad (αντί του Telemachy, όπως αποδίδονται στα λατινικά τα Τηλεμάχεια) από την δίτομη έκδοση του Βικτόρ Μπεράρ Les Phéniciens et l'Odyssée που συμβουλεύτηκε το 1918 στην Κεντρική Βιβλιοθήκη της Ζυρίχης(D/R).
Είναι 8 π.μ.. Ο Μπακ Μάλιγκαν, ένας ζωηρά ενεργητικός φοιτητής της ιατρικής, καλεί τον Στίβεν Δαίδαλο (έναν νεαρό συγγραφέα που αποτελεί και το κύριο θέμα του πρώτου μυθιστορήματος του Τζόις, Το πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία(D/R)) να έρθει στην οροφή του πύργου Sandycove Martello(D/R), όπου κατοικούν αμφότεροι. Υπάρχει ένταση μεταξύ τους, απόρροια ενός σκληρού σχολίου που έκανε ο Μάλιγκαν για την πρόσφατα αποθανούσα μητέρα του Στίβεν, Μέι Δαίδαλου, και το οποίο κρυφάκουσε ο τελευταίος, αλλά και επειδή ο Μάλιγκαν προσκάλεσε έναν μαθητή αγγλικών, τον Χάινς, να μείνει μαζί τους. Οι τρεις άνδρες τρώνε πρωινό και περπατάνε ως την ακτή, όπου ο Μάλιγκαν απαιτεί από τον Στίβεν το κλειδί του πύργου και ένα δάνειο. Φεύγοντας, ο Στίβεν δηλώνει ότι δεν θα επιστρέψει απόψε στον πύργο, καθώς ο «σφετεριστής» Μάλιγκαν τον κατέλαβε.
Ο Στίβεν διδάσκει στην τάξη μάθημα ιστορίας για τις νίκες του Πύρρου της Ηπείρου. Μετά το μάθημα, ένας μαθητής, ο Κύριλλος Σαργκέντ, μένει στην τάξη ώστε ο Στίβεν να του δείξει πώς να κάνει μια σειρά από ασκήσεις αριθμητικής. Ο Στίβεν κοιτάει τον αισθητικά αποκρουστικό Σαργκέντ και προσπαθεί να φανταστεί την αγάπη της μητέρας του Σαργκέντ για τον γιο της. Έπειτα, ο Στίβεν επισκέπτεται τον διευθυντή του σχολείου Γκάρετ Ντέζι, από τον οποίο εισπράττει τον μισθό του και ένα γράμμα για να το παραδώσει στα γραφεία μιας εφημερίδας για εκτύπωση. Οι δύο τους συζητούν για την ιρλανδική ιστορία και τον ρόλο των Εβραίων στην οικονομία. Καθώς ο Στίβεν αποχωρεί, ο Ντέζι κάνει ένα τελικό υποτιμητικό σχόλιο εναντίον των Εβραίων, δηλώνοντας ότι η Ιρλανδία δεν έχει ποτέ διώξει εκτενώς τους Εβραίους, επειδή ποτέ δεν τους είχαν αφήσει να μπουν στη χώρα. Το επεισόδιο αυτό είναι η πηγή για κάποια από τα πιο διάσημα αποφθέγματα του έργου, όπως τον ισχυρισμό του Δαίδαλου πως «η ιστορία είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω» και ότι ο Θεός είναι «μια κραυγή στο δρόμο».
Ο Στίβεν καταλήγει στην παραλία Σάντιμαουντ Στραντ(D/R) όπου αφήνεται στην απόγνωση και την δυστυχία του, στοχάζεται πάνω σε διάφορες φιλοσοφικές ιδέες και σκέφτεται έντονα την οικογένειά του, τη ζωή του ως φοιτητής στο Παρίσι και το θάνατο της μητέρας του. Καθώς ο Στίβεν αναπολεί και συλλογίζεται, ξαπλώνει πάνω σε κάτι βράχους, παρατηρεί ένα ζευγάρι και έναν σκύλο, γράφει σχεδόν με μουτζούρες ορισμένες ιδέες για ποίηση, σκαλίζει τη μύτη του και κατουράει πίσω από ένα βράχο. Αυτό το κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από την αφηγηματική τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, ενός εσωτερικού μονολόγου στον οποίο οι ιδέες που εστιάζει ο χαρακτήρας εναλλάσσονται με άγριο τρόπο. Το μορφωτικό επίπεδο του Στίβεν γίνεται εμφανές από τις πολλές αινιγματικές αναφορές και τις ξένες φράσεις που χρησιμοποιεί σε αυτό το επεισόδιο, λογοτεχνικά στοιχεία που έχουν κάνει αυτό το κεφάλαιο να κερδίσει την φήμη ως ένα από τα πιο δύσκολα του βιβλίου.
Η αφήγηση αλλάζει απότομα. Η ώρα είναι και πάλι 8 π.μ., αλλά η δράση έχει μεταφερθεί στην πόλη, στον δεύτερο πρωταγωνιστή του βιβλίου, τον Λέοπολντ Μπλουμ, έναν εν μέρη Εβραίο διαφημιστή. Ο Μπλουμ, αφού αρχίζει να ετοιμάζει πρωινό, αποφασίζει να πάει στον χασάπη για να αγοράσει ένα νεφρά χοίρου. Επιστρέφοντας στο σπίτι, ετοιμάζει πρωινό και το φέρνει μαζί με την αλληλογραφία στη γυναίκα του Μόλι που χαλαρώνει στο κρεβάτι. Ένα από τα γράμματα είναι από τον οργανωτή των συναυλιών της, Μπλέιζις Μπόιλαν, με τον οποίο η Μόλι διατηρεί δεσμό. Ο Μπλουμ γνωρίζει ότι η Μόλι θα υποδεχθεί τον Μπόιλαν στο κρεβάτι της αργότερα την ίδια μέρα, και αυτή η σκέψη τον βασανίζει. Έπειτα ο Μπλουμ διαβάζει ένα γράμμα από την κόρη τους, Μίλι Μπλουμ, η οποία του περιγράφει την πρόοδό της στην επιχείρηση φωτογραφίας της στο Μούλινγκαρ(D/R). Το κεφάλαιο κλείνει με τον Μπλουμ να αφοδεύει στο αποχωρητήριο έξω από το σπίτι, διαβάζοντας ένα περιοδικό ονόματι Matcham’s Masterstroke του κυρίου Φιλίπ Μπεφώ.
Ο Μπλουμ φτάνει στο ταχυδρομείο της οδού Γουέστλαντ Ρόου(D/R), όπου λαμβάνει ένα ερωτικό γράμμα από κάποια «Μάρθα Κλίφορντ» που απευθύνεται στον Μπλουμ με το ψευδώνυμο «Χένρι Φλάουερ» (Henry Flower). Συναντά έναν γνωστό του, και κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους, ο Μπλουμ προσπαθεί να πάρει μάτι μια γυναίκα που φοράει καλτσοδέτες, αλλά τον εμποδίζει ένα διερχόμενο τραμ. Αργότερα, διαβάζει το γράμμα και σκίζει το φάκελο σε ένα σοκάκι. Περιπλανιέται σε μια καθολική εκκλησία και συλλογίζεται περί θεολογίας. Ο ιερέας έχει τα γράμματα I.N.R.I. ή I.H.S.[σ 1] στην πλάτη του. Η Μόλι είχε πει στον Μπλουμ, ότι σήμαιναν I Have Sinned (έχω αμαρτήσει) ή I Have Suffered (έχω υποφέρει) και Iron Nails Ran In (σιδερένια καρφιά μπήχτηκαν).[20] Πηγαίνει σε ένα φαρμακείο όπου αγοράζει μια πλάκα από σαπούνι με άρωμα λεμόνι. Στη συνέχεια συναντά έναν άλλο γνωστό του, τον Μπάνταμ Λάιονς, που κατά λάθος πιστεύει ότι του προσφέρει κάποια συμβουλή για το αγωνιστικό άλογο Trowaway. Τέλος, ο Μπλουμ κατευθύνεται προς τα λουτρά.
Το επεισόδιο ξεκινά με τον Μπλουμ να ανεβαίνει σε μια άμαξα μαζί με τρεις άλλους, συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα του Στίβεν. Η άμαξα κατευθύνεται προς το μέρος που θα τελεστεί η κηδεία του Πάντι Ντίγκναμ και στον δρόμο οι επιβαίνοντες κουβεντιάζουν. Στην άμαξα επιβαίνουν και ο Στίβεν και Μπλέιζις Μπόιλαν. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις διάφορες μορφές θανάτου και ταφής, ενώ ο Μπλουμ είναι απορροφημένος σε σκέψεις του γιου του, Ρούντι και την αυτοκτονία του πατέρα του. Εισέρχονται στο παρεκκλήσι και στη συνέχεια αποχωρούν μαζί με το κάρο του φέρετρου. Ο Μπλουμ βλέπει έναν μυστηριώδη άνδρα που φοράει μια αδιάβροχη καπαρντίνα(D/R) κατά τη διάρκεια της ταφής. Ο Μπλουμ συνεχίζει τη βαθιά σκέψη του για τον θάνατο, αλλά στο τέλος του επεισοδίου απορρίπτει νοσηρές σκέψεις για να αγκαλιάσει την «ζεστή και ζωηρή ζωή».
Στα γραφεία της Freeman's Journal(D/R), μιας εφημερίδας της Ιρλανδίας, ο Μπλουμ προσπαθεί να βάλει μια αγγελία. Αν και αρχικά ενθαρρύνεται από τον εκδότη, τελικά δεν τα καταφέρνει. Ο Στίβεν καταφθάνει στα γραφεία κρατώντας το γράμμα της Ντέιζι σχετικά με τον αφθώδη πυρετό (αγγλικά: foot and mouth disease, αρρώστια του ποδιού και του στόματος), αλλά ο Στίβεν και ο Μπλουμ δεν συναντιούνται. Ο Στίβεν οδηγεί τον εκδότη και τους υπόλοιπους σε μια παμπ, και στο δρόμο αφηγείται ένα ανέκδοτο σχετικά με «δύο Δουβλινέζες παρθένες». Το επεισόδιο αυτό είναι χωρισμένο σε μικρά τμήματα, με κάθε τμήμα να έχει έναν τίτλο που μοιάζει με τίτλο εφημερίδας, και χαρακτηρίζεται από πληθώρα ρητορικών σχημάτων και τεχνικών.
Οι σκέψεις του Μπλουμ γύρω από το φαγητό καθώς πλησιάζει η ώρα του μεσημεριανού. Συναντά μια παλιά του αγάπη και ακούει τα νέα της εγκυμοσύνης της Μίνα Πιούρφοϊ (Mina Purefoy). Μπαίνει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Burton, όπου αηδιάζει από το θέαμα των ανθρώπων που τρώνε σαν ζώα. Φεύγει λοιπόν και πηγαίνει στην παμπ «Davy Byrne's»(D/R), όπου παίρνει ένα σάντουιτς με τυρί γκοργκοντζόλα και ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας, και αναλογίζεται τις πρώτες ημέρες της σχέσης του με τη Μόλι και το πώς ο γάμος έχει αρχίσει να μην πηγαίνει καλά: «Εγώ. Και εγώ τώρα». Οι σκέψεις του Μπλουμ περνούν τώρα στο τι τρώνε και πίνουν οι θεές και οι θεοί. Αναλογίζεται αν τα αγάλματα των αρχαίων στο Εθνικό Μουσείο(D/R) έχουν πρωκτό όπως και οι θνητοί. Φεύγοντας από το μπαρ ο Μπλουμ πηγαίνει προς το μουσείο, αλλά βλέπει τον Μπόιλαν απέναντι, στον δρόμο, και πανικοβλημένος, ορμά μέσα στη στοά απέναντι από το μουσείο.
Στην Εθνική Βιβλιοθήκη(D/R), ο Στίβεν εξηγεί σε διάφορους μελετητές τη θεωρία του για τα έργα του Σαίξπηρ, ειδικά τον Άμλετ, για τα οποία ισχυρίζεται ότι βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη μοιχεία της συζύγου του Σαίξπηρ(D/R). Ο Μπλουμ μπαίνει στην Εθνική Βιβλιοθήκη για να αναζητήσει ένα παλιό αντίγραφο της διαφήμισης που προσπαθεί να τοποθετήσει. Το επεισόδιο τελειώνει με τον Μπλουμ να συναντά τον Στίβεν για λίγο και εν αγνοία του.
Σε αυτό το επεισόδιο, δεκαεννέα σύντομες ιστορίες απεικονίζουν τις περιπλανήσεις διάφορων χαρακτήρων, κύριων και μικρότερων, στους δρόμους του Δουβλίνου. Το επεισόδιο τελειώνει με μια περιγραφή της διαδρομής του διοικητή της Ιρλανδίας, Γουίλιαμ Γουόρντ, Κόμη του Ντάντλεϊ, μέσα από τους δρόμους, όπου συναντά διάφορους χαρακτήρες από το μυθιστόρημα.
Σε αυτό το επεισόδιο, το οποίο κυριαρχείται από τα μοτίβα της μουσικής, ο Μπλουμ έχει δείπνο με το θείο του Στήβεν σε ένα ξενοδοχείο, ενώ η γυναίκα του, η Μόλλυ, βγαίνει ραντεβού με τον εραστή της, Μπλέϊζις Μπόιλαν. Κατά τη διάρκεια του φαγητού, ο Μπλουμ κοιτά τη σαγηνευτική μπαργούμαν και ακούει τον πατέρα του Στήβεν και τους άλλους να τραγουδούν.
Αυτό το κεφάλαιο είναι η αφήγηση από ανώνυμο κάτοικο του Δουβλίνου. Ο αφηγητής πηγαίνει στην παμπ Μπάρνι Κίρναν όπου συναντά έναν χαρακτήρα ο οποίος αναφέρεται μόνο ως «Πολίτης». Όταν ο Λέοπολντ Μπλουμ μπαίνει στο μπαρ, τσακώνεται με τον Πολίτη, ο οποίος είναι ένας σκληρός Ιρλανδός επαναστάτης και αντι-Σημίτης. Το επεισόδιο τελειώνει με τον Μπλουμ να θυμίζει στον Πολίτη ότι ο Σωτήρας του ήταν Εβραίος. Όταν ο Μπλουμ φεύγει από το μπαρ, ο Πολίτης, θυμωμένος, ρίχνει ένα κουτί μπισκότων προς τον Μπλουμ, αλλά δεν τον πετυχαίνει. Το κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από εκτεταμένες αναφορές σε φωνές άλλες από αυτές του ανώνυμου αφηγητή: περιλαμβάνονται τμήματα με νομική ορολογία, βιβλικές περικοπές, και στοιχεία από την Ιρλανδική μυθολογία.
Όλη η δράση του επεισοδίου λαμβάνει χώρα στα βράχια του Sandymount Strand, μια περιοχή της ακτογραμμής στα νοτιοανατολικά του κεντρικού Δουβλίνου[21]. Μια νέα γυναίκα που ονομάζεται Γκέρτυ ΜακΝτάουελ κάθεται στα βράχια με τους δύο φίλους της, την Σίσσυ Κάφφρευ και την Έντυ Μπόρτνμαν. Οι γυναίκες προσέχουν τρία παιδιά, ένα μωρό και τα τεσσάρων ετών δίδυμα Τόμμυ και Τζάκυ. Η Γκέρτυ σκέπτεται την αγάπη, το γάμο και τη θηλυκότητα καθώς πέφτει η νύχτα. Ο αναγνώστης γνωρίζει σταδιακά ότι ο Μπλουμ την παρακολουθεί από απόσταση. Η Γκέρτυ πειράζει τον θεατή αποκαλύπτοντας τα πόδια και τα εσώρουχά της και ο Μπλουμ αυνανίζεται. Η αυνανιστική κορύφωση του Μπλουμ απηχεί τα πυροτεχνήματα στο κοντινό παζάρι. Καθώς η Γκέρτυ αφήνει, ο Μπλουμ συνειδητοποιεί ότι είναι κουτσή και πιστεύει ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει «μείνει στο ράφι». Μετά από αρκετές αποκλίσεις στη σκέψη του, αποφασίζει να επισκεφθεί τη Μίνα Πιούρφοϊ στο μαιευτήριο. Είναι αβέβαιο πόσο από το επεισόδιο είναι οι σκέψεις της Gerty και πόσο είναι η σεξουαλική φαντασία του Μπλουμ. Μερικοί πιστεύουν ότι το επεισόδιο χωρίζεται σε δύο μισά: το πρώτο ήμισυ της εξαιρετικά ρομαντικής άποψης της Γκέρτυ, και το άλλο μισό από το μεγαλύτερο και ρεαλιστικότερο Μπλουμ[21]. Ωστόσο, ο ίδιος ο Τζόις είπε ότι «τίποτα δεν συνέβη μεταξύ της Γκέρτυ και του Μπλουμ. Όλα έλαβαν χώρα στη φαντασία του Μπλουμ».[21] Η «Ναυσικά» προσέλκυσε τεράστια φήμη, κατά τη διάρκεια της έκδοσης του βιβλίο σε συνέχειες. Το ύφος του πρώτου μισού του επεισοδίου προέρχεται από ρομαντικά περιοδικά (και παρωδίες) και μικρές νουβέλες.
Ο Μπλουμ επισκέπτεται το μαιευτήριο όπου η Μίνα Πιούρφοϊ περιμένει να γεννήσει και εκεί τελικά συναντά τον Στίβεν, ο οποίος έχει πιει με τους συναδέλφους του, φοιτητές ιατρικής και αναμένει την άφιξη του Μπακ Μάλλιγκαν. Ως ο μοναδικός πατέρας στην παρέα, ο Μπλουμ ανησυχεί για τη Μίνα Πιούρφοϊ που γεννά. Αρχίζει να σκέφτεται τη σύζυγό του και τις γεννήσεις των δύο παιδιών του. Σκέφτεται επίσης για την απώλεια του μοναδικού κληρονόμου του, Ρούντι. Οι νεαροί άνδρες γίνονται πιο τολμηροί και μάλιστα αρχίζουν να μιλάνε για θέματα όπως η γονιμότητα, η αντισύλληψη και η έκτρωση. Γίνεται μάλιστα και υπαινιγμός ότι η Μίλλυ, η κόρη του Μπλουμ, έχει σχέση με έναν από τους νεαρούς, τον Μπάννον. Πηγαίνουν σε μια παμπ για να συνεχίσουν να πίνουν, μετά την γέννηση του μωρού. Αυτό το κεφάλαιο είναι αξιοσημείωτο για τα λογοπαίγνια του Τζόις, το οποίο, μεταξύ άλλων, ανακεφαλαιώνει όλη την ιστορία της αγγλικής γλώσσας. Μετά από μια σύντομη επίκληση, το επεισόδιο ξεκινά με λατινογενή πεζογραφία, αγγλοσαξωνικές παρηχήσεις, και κινείται μέσα από παρωδίες, μεταξύ άλλων, του Μάλορι, της έκδοσης της Βίβλου του Βασιλιά Ιακώβου(D/R), του Μπάνιαν(D/R), του Ντεφόε, του Στερν, του Γουόλπολ(D/R), του Γκίμπον, του Ντίκενς, και του Καρλάιλ, πριν καταλήξει σε μια σχεδόν ακατανόητη αργκό. Οι μελετητές του Τζέιμς Τζόις Θεωρούν ότι στο κείμενο αυτό παρομοιάζεται η εξέλιξη της αγγλικής γλώσσας με την εννιάμηνη περίοδο της κυήσεως του εμβρύου στη μήτρα.[22]
Το επεισόδιο 15 είναι γραμμένο σαν κινηματογραφικό σενάριο,με ντεκουπάζ ή σαν θεατρικό έργο, πλήρες, με σκηνικές οδηγίες. Η πλοκή διακόπτεται συχνά από «ψευδαισθήσεις» που έχει ο Στήβεν και ο Μπλουμ — φανταστικές εκδηλώσεις των φόβων και των παθών των δύο χαρακτήρων. Ο Στήβεν και ο Λιντς περπατούν στην Nighttown, στην περιοχή των πορνείων του Δουβλίνου. Ο Μπλουμ τους ακολουθεί και τελικά τους βρίσκει στο πορνείο της Μπέλλα Κοένς, όπου μαζί με τις εργαζόμενες σε αυτό (τη Ζωή Χίγκινς, τη Φλόρρυ Τάλμποτ και την Κίττυ Ρίκετς) έχει μια σειρά από ψευδαισθήσεις σχετικά με τα σεξουαλικά του φετίχ, φαντασιώσεις, και ανομίες. Ο Μπλουμ τίθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου για να λογοδοτήσει από μια ποικιλία σαδιστικό, κατηγορώντας τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των κυριών Γιέλβερτον Μπάρι, Μπέλλινγχαμ και της Αξιότιμης Κυρίας Μέρβυν Τάλμποϋς. Όταν ο Μπλουμ βλέπει ότι ο Στήβεν πληρώνει παραπάνω από ότι πρέπει για τις υπηρεσίες που λαμβάνει, αποφασίζει να κρατήσει τα υπόλοιπα χρήματα του Στήβεν για να τα φυλάξει. Ο Στήβεν έχει παραισθήσεις ότι το σάπιο πτώμα της μητέρας του έχει σηκωθεί για να τον αντιμετωπίσει. Τρομοκρατημένος, ο Στήβεν χρησιμοποιεί το μπαστούνι του για να συνθλίψει ένα πολυέλαιο και στη συνέχεια να τρέχει έξω. Ο Μπλουμ πληρώνει γρήγορα την Μπέλλα για τη ζημιά, τότε τρέχει πίσω από τον Στήβεν. Ο Μπλουμ βρίσκει τον Στήβεν να έχει εμπλακεί σε μια έντονη λογομαχία με έναν Άγγλο στρατιώτη, τον στρατιώτη Καρ, ο οποίος, μετά από αυτό που αντιλήφθηκε ως προσβολή του Βασιλιά, γρονθοκοπεί τον Στήβεν. Η αστυνομία φτάνει και το πλήθος διαλύεται. Ενώ ο Μπλουμ βοηθά τον Στήβεν, ο Μπλουμ έχει μια παραίσθηση του Ρούντι, το νεκρού του παιδιού.
Ο Μπλουμ και ο Στήβεν πάνε στο δωματιάκι του αμαξά για να τον λογικεύσουν. Στο δωματιάκι του αμαξά, θα συναντήσουν ένα μεθυσμένο ναύτη με το όνομα D. B. Murphy - Μέρφυ (W. B. Murphy στο κείμενο του 1922). Το επεισόδιο κυριαρχεί το μοτίβο της σύγχυσης και της λάθος ταυτότητας, όπου οι ταυτότητες των Μπλουμτου Στήβεν και του Μέρφυ αμφισβητούνται επανειλημμένα. Τα λόγια και το προσποιητό ύφος της αφήγησης σε αυτό το επεισόδιο αντανακλά την νευρική εξάντληση και τη σύγχυση των δύο πρωταγωνιστών.
Ο Μπλουμ επιστρέφει στο σπίτι του με τον Στήβεν, του κάνει ένα φλιτζάνι κακάο, ασχολείται με πολιτιστικές και γλωσσικές διαφορές μεταξύ τους, θεωρεί τημ πιθανότητα δημοσίευσης των παραβολών τιυ Στήβεν, και του προσφέρει να μείνει το βράδυ. Ο Στήβεν αρνείται την προσφορά του Μπλουμ και είναι ασαφής σχετικά με την πρόταση του Μπλουμ για μελλοντικές συναντήσεις. Οι δύο άνδρες ουρούν στην αυλή, ο Στήβεν αναχωρεί και περιπλανιέται μέσα στη νύχτα,[23] και ο Μπλουμ πηγαίνει στο κρεβάτι, όπου κοιμάται η Μόλι. Αυτή ξυπνά και τον ρωτά πως πέρασε τη μέρα του. Το επεισόδιο είναι γραμμένο με τη μορφή της μιας αυστηρά οργανωμένης και «μαθηματικής» κατήχησης 309 ερωτήσεων και απαντήσεων, και φέρεται ότι ήταν το αγαπημένο επεισόδιο Τζόις στο μυθιστόρημα. Οι βαθιές περιγραφές κυμαίνονται από ερωτήματα της αστρονομίας, μέχρι και την τροχιά της ούρησης και περιλαμβάνει ένα διάσημο κατάλογο των 25 ανδρών που θεωρούνται ως εραστές της Μόλι (ο οποίος προφανώς αντιστοιχεί στους μνηστήρες που σκότωσαν στην Ιθάκη ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος στην Οδύσσεια) συμπεριλαμβανομένου του Μπόιλαν, και την ψυχολογική αντίδραση του Μπλουμ στην αντιστοίχιση αυτή. Ενώ στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται γεγονότα προφανώς επιλεγμένα τυχαία, αλλά με φαινομενικά ακριβή μαθηματική ή επιστημονική άποψη, το επεισόδιο είναι γεμάτο με λάθη που έγιναν από τον απροσδιόριστο αφηγητή, πολλά ή τα περισσότερα από τα οποία έχουν γίνει επίτηδες από τον Τζόις.[24]
Το τελευταίο επεισόδιο αποτελείται από τις σκέψεις της Μόλι Μπλουμ ενώ αυτή βρίσκεται στο κρεβάτι δίπλα στο σύζυγό της. Το επεισόδιο χρησιμοποιεί μια τεχνική «ροή συνείδησης» σε οκτώ προτάσεις και στερείται σημείων στίξης. Η Μόλι σκέφτεται τον Μπόιλαν και τον Μπλουμ, τους παλαιούς της θαυμαστές, συμπεριλαμβανομένου του Υπολοχαγού Στάνλεϋ Τζ. Γκάρντνερ, τα γεγονότα της ημέρας, τα παιδικά της χρόνια στο Γιβραλτάρ, και την καριέρα της στο τραγούδι, η οποία δεν προχώρησε. Στις σκέψεις αυτές υπαινίσσεται επίσης μια ομοφυλοφιλική σχέση, στα νιάτα της, με μια παιδική φίλη που ονομάζόταν Έστερ Στάνχοουπ. Οι σκέψεις της διακόπτονται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως το σφύριγμα ενός τρένου ή η ανάγκη να ουρήσει. Το επεισόδιο ολοκληρώνεται με την ανάμνηση της Μόλι, όταν της έκανε πρόταση γάμου ο Μπλουμ, και την αποδοχή της: «με ρώτησε θα πεις το ναι να πεις ναι λουλούδι μου του βουνού και πρώτα έβαλα τα χέρια μου γύρω του ναι και τον τράβηξα κοντά μου έτσι που να αισθάνεται το στήθος μου όλο αρώματα ναι και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και ναι είπα ναι θα το κάνω Ναι.» Το επεισόδιο ασχολείται επίσης με την εμφάνιση της πρώιμης εμμηνορροϊκής περιόδου του Μόλλυ. Θεωρεί την εγγύτητα της περιόδου της μετά από τις πρόσθετες συζυγικές σχέσεις της με τον Μπόϋλαν και πιστεύει ότι η εμμηνόρροια είναι ο λόγος για την αυξημένη σεξουαλική όρεξή της.
Η δημοσίευση της ιστορίας του Οδυσσέα είναι περίπλοκη. Υπάρχουν τουλάχιστον 18 εκδόσεις και παραλλαγές σε διαφορετικές εκτυπώσεις από κάθε έκδοση.
Σύμφωνα με τον Τζακ Ντάλτον, που ασχολήθηκε με τον Τζόις, η πρώτη έκδοση του Οδυσσέα περιείχε πάνω από δύο χιλιάδες λάθη, αλλά εξακολουθεί να είναι η πιο ακριβής έκδοση που έχει δημοσιευθεί. Κάθε επόμενη έκδοση προσπαθούσε να διορθώσει αυτά τα λάθη, ενσωμάτωνε όμως νέα, δικά της, σε μια προσπάθεια που ήταν ακόμη πιο δύσκολη λόγω των εκούσιων λάθών (Βλέπε "Επεισόδιο 17, Ιθάκη") που εισήγαγε ο Τζόις για να προκαλέσει τον αναγνώστη.
Ανάμεσα στις αξιοσημείωτες εκδόσεις του Οδυσσέα είναι:
Γραμμένο κατά την επταετή περίοδο από το 1914 έως το 1921, το μυθιστόρημα εξέδωσε σε επεισόδια η αμερικανική εφημερίδα The Little Review από το 1918 μέχρι το 1920,[25] όταν η δημοσίευση του επεισοδίου της Ναυσικάς είχε ως αποτέλεσμα τη δίωξη του συγγραφέα για χυδαιότητα.[26] Το 1919, τμήματα από το μυθιστόρημα εμφανίστηκαν επίσης στη λογοτεχνική εφημερίδα του Λονδίνου The Egoist, αλλά το ίδιο το μυθιστόρημα είχε απαγορευτεί στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη δεκαετία του 1930.[27] Ο Τζόις είχε αποφασίσει να δημοσιευθεί το βιβλίο στα τεσσαρακοστά του γενέθλια, στις 2 Φεβρουαρίου 1922, και η Σύλβια Μπητς, εκδότρια του Τζόις στο Παρίσι, έλαβε τα πρώτα τρία εκτυπωμένα αντίτυπα εκείνο το πρωί.[28][29] Η δίωξη του 1920 στις ΗΠΑ, έγινε μετά τη δημοσίευση από την εφημερίδα The Little Review ενός αποσπάσματος από το βιβλίο που ασχολείται με τον κύριο χαρακτήρα να αυνανίζεται. Ο νομικός ιστορικός Έντουαρντ ντε Γκράτσια (Edward de Grazia) υποστήριξε ότι λίγοι μόνο αναγνώστες θα έχουν πλήρη επίγνωση της οργασμικής εμπειρίας από το κείμενο, με δεδομένη τη χρήση μεταφορικής γλώσσας.[30] Η Ειρήνη Γκάμμελ (Irene Gammel) επεκτείνει αυτό το επιχείρημα, και δείχνει ότι οι κατηγορίες εναντίον της The Little Review για χυδαιότητα επηρεάστηκαν από τα πολύ πιο περιγραφικά ποιήματα της Βαρόνης Elsa von Freytag-Loringhoven, τα οποία είχαν εμφανιστεί μαζί με τα επεισόδια του Οδυσσέα.[31]
Ο Σύλλογος της Νέας Υόρκης για την Καταστολή της Φαυλότητας, η οποία αμφισβήτησε το περιεχόμενο του βιβλίου, ανέλαβε δράση για να προσπαθήσει να εμποδίσει την κυκλοφορία του βιβλίου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε μια δίκη το 1921 το περιοδικό ανακηρύχθηκε άσεμνο και, ως αποτέλεσμα, ο Οδυσσέας ουσιαστικά απαγορεύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καθ' όλη τη δεκαετία του 1920, τα Ταχυδρομεία των Ηνωμένων Πολιτειών έκαιγαν αντίτυπα του μυθιστορήματος.[32]
Το 1933, η εκδοτική εταιρεία Random House και ο δικηγόρος Μόρρις Ερνστ (Morris Ernst) κανόνισε να εισαχθεί η γαλλική έκδοση και να κατασχεθεί ένα αντίγραφο από τις τελωνειακές αρχές όταν ξεφόρτωνε το πλοίο. Στη συνέχεια ο εκδότης αμφισβήτησε τη νομιμότητα της κατάσχεσης. Στην υπόθεση «Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον Ενός Βιβλίου με τίτλο ο Οδυσσέας, ο επαρχιακός Δικαστής Τζον Μ. Γούλσεϊ των ΗΠΑ, αποφάνθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1933, ότι το βιβλίο δεν ήταν πορνογραφικό και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να είναι άσεμνο,[33] μια απόφαση που ονομάστηκε «κοσμοϊστορική» από τον Γκίλμπερτ Στιούαρτ.[34]
Το Δεύτερο Εφετείο επιβεβαίωσε την απόφαση του 1934.[33] Οι ΗΠΑ λοιπόν, έγινε η πρώτη αγγλόφωνη χώρα, όπου το βιβλίο ήταν ελεύθερα διαθέσιμο. Αν και ο Οδυσσέας ποτέ δεν απαγορεύτηκε στην Ιρλανδία, δεν ήταν διαθέσιμος εκεί.[29][35][πότε;]
Σε μια κριτική στο The Dial, ο T. S. Eliot έγραψε για τον Οδυσσέα: «Θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό είναι η πιο σημαντική έκφραση που έχει βρεθεί στην σημερινή εποχή, είναι ένα βιβλίο στο οποίο είμαστε όλοι υπόχρεοι, και από το οποίο κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει.» Στη συνέχεια επιβεβαίωσε ότι δεν ήταν λάθος του Τζόις αν οι αναγνώστες του δεν το καταλαβαίνουν: «Η επόμενη γενεά θα είναι υπεύθυνη για τη δική της ψυχή, ένας ιδιοφυής άνθρωπος είναι υπεύθυνος προς τους ομότιμούς του, όχι προς ένα δωμάτιο γεμάτο αμόρφωτους και απείθαρχους λειροφόρους."[36] Το βιβλίο είχε τους επικριτές του, η Βιρτζίνια Γουλφ δήλωσε ότι «ο Οδυσσέας ήταν μια αξέχαστη καταστροφή—τεράστια σε τόλμη, καταπληκτική σε καταστροφή.»[37]
«Αυτό που είναι τόσο εντυπωσιακό στον Οδυσσέα είναι το γεγονός ότι πίσω από χίλια πέπλα τίποτα δεν μένει κρυφό, που να στρέφεται ούτε προς το μυαλό, ούτε προς τον κόσμο, αλλά, σαν το φεγγάρι που κοιτά από το κοσμικό διάστημα, επιτρέπει το δράμα της ανάπτυξης και της φθοράς, για να συνεχίσει την πορεία του.» |
—Καρλ Γιουνγκ [38] |
Ο Οδυσσέας έχει χαρακτηριστεί «ο σημαντικότερος σταθμός στην μοντερνιστική λογοτεχνία», ένα έργο όπου οι πολυπλοκότητες της ζωής απεικονίζονται με «άνευ προηγουμένου, απαράμιλλη, γλωσσική και υφολογική δεξιοτεχνία».[39] Το ύφος αυτό έχει αναφερθεί ως το καλύτερο παράδειγμα της χρήσης ροής συνείδησης στη σύγχρονη μυθοπλασία, με τον συντάκτη να πηγαίνει όλο και πιο μακριά από κάθε άλλο συγγραφέα στο χειρισμό του εσωτερικού μονολόγου.[40] Αυτή η τεχνική έχει επαινεθεί για την πιστή αναπαράσταση της ροής της σκέψης, του συναισθήματος, τoυ ψυχικού προβληματισμού, καθώς και των μεταβολών της διάθεσης.[41] Ο κριτικός Έντμουντ Γουίλσον σημειώνει ότι ο Οδυσσέας επιχειρεί να καταστήσει με «όσο μεγαλύτερη ακρίβεια και αμεσότητα όσο είναι δυνατόν να γίνει με λόγια, με τι μοιάζει η συμμετοχή μας στη ζωή — ή μάλλον, αυτό που φαίνεται από στιγμή σε στιγμή που ζούμε.»[42] Ο Γκίλμπερτ Στιούαρτ είπε ότι οι «προσωπικότητες του Οδυσσέα είναι όχι φανταστικοί»,[43] , αλλά ότι «αυτοί οι άνθρωποι είναι όπως πρέπει να είναι, ενεργούν, βλέπουν, σύμφωνα με κάποιο lex eterna, μια αναπόφευκτη κατάσταση της ίδιας τους της ύπαρξης».[44] Μέσα από αυτούς τους χαρακτήρες ο Τζόις «επιτυγχάνει μια συνεκτική και αναπόσπαστη ερμηνεία της ζωής».[44]
Ο Τζόις χρησιμοποιεί μεταφορές, σύμβολα, ασάφειες, και χροιά που σταδιακά ενώνονται, έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα δίκτυο συνδέσμων το οποίο συνδέει το σύνολο του έργου.[41] Αυτό το σύστημα των συνδέσεων δίνει στο μυθιστόρημα μια ευρεία, πιο καθολική σημασία, και «ο Λέοπολντ Μπλουμ, γίνεται ένας σύγχρονος Οδυσσέας, ο Καθένας του Δουβλίνου, το οποίο γίνεται μια μικρογραφία του πραγματικού κόσμου."[45] Ο Έλιοτ περιγράφει αυτό το σύστημα, ως η «μυθική μέθοδος»: «ένας τρόπος ελέγχου, τάξης, που δίνει μορφή και σημασία στο απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η σύγχρονη ιστορία».[46]
Ulysses in Nighttown, με βάση το Επεισόδιο 15 («Κίρκη»), πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ το 1958, με τον Ζίρο Μόστελ στο ρόλο του Μπλουμ, έκανε το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ το 1974.
Το 2006, ο θεατρικός συγγραφέας Σίλα Κάλαχαν έγραψε το θεατρικό έργο Νεκρή Πόλη, μια σύγχρονη διασκευή του βιβλίου που διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, όπου αλλάζει τους ανδρικούς ρόλους του Μπλουμ και του Δαίδαλου στους γυναικείους χαρακτήρες Σαμάνθα Μπλουμ και Jewel Jupiter (Κόσμημα Δία), η παραγωγή έγινε στο Μανχάταν από το New Georges.[47]
Το 2012 παίχτηκε μια διασκευή στη Γλασκώβη, την οποία έγραψε ο Ντέρμοντ Μπόλγκερ (Dermot Bolger) και σκηνοθέτησε ο Άντυ Αρνολντ (Andy Arnold). Η παραγωγή παρουσιάστηκε στο Tron Theatre, και αργότερα στο Δουβλίνα, στο Μπέλφαστ, στο Κορκ, μια παράσταση στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, και τέλος στην Κίνα.[48][49]
Το 2013, μια νέα διασκευή του μυθιστορήματος, το Γιβραλτάρ, παρουσιάστηκε στη Νέα Υόρκη από το Irish Repertory Theatre. Το έγραψε και πρωταγωνίστησε ο Πάτρικ Φιτζέραλντ σε σκηνοθεσία του Terry Kinney. Αυτό το έργο με δυο μόνο χαρακτήρες ήταν επικεντρωμένο στην ερωτική ιστορία του Μπλουμ και της Μόλυ, την οποία υποδύθηκε η Cara Seymour.[50]
Το 1967, προβλήθηκε μια κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου, η ταινία Οδυσσέας σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Strick. Με πρωταγωνιστή τον Milo Ο'σέι στο ρόλο του Μπλουμ, ήταν υποψήφια για Όσκαρ για το Καλύτερο Προσαρμοσμένο Σενάριο.
Το 2003, κυκλοφόρησε η ταινία Bloom με πρωταγωνιστή τον Στήβεν Ρία (Stephen Rea) και την Αντζελίνα Μπάωλ (Angeline Ball).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.