Το Μονοπώλιο (ή Μονοπλιό) ήταν μία από τις συνοικίες της Άρτας όπου λάμβανε χώρα η εβδομαδιαία αγορά της πόλης. Η αγορά διεξαγόταν στην κεντρική πλατεία της συνοικίας, η οποία ακόμη και σήμερα ονομάζεται πλατεία Μονοπωλείου.[1]
Συνοικία
Ο μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης & Πρεβέζης» (εκδ.1884) μας πληροφορεί ότι στην Άρτα υπήρχαν 11 ενορίες και 10 θέσεις (συνοικίες). Οι συνοικίες ήταν της Περιβλέπτου, των Ταμπακιάδων (βυρσοδεψών) ή της Δάφνης, Τουρκοπάζαρο, Αγίας Θεοδώρας ή Λούκενας ή Καραπάνου, Μουχούστι, Μονοπώλιο, Πλάτανος, Αλμπαναριά, Ρωμιοπάζαρο, Eβραϊκα και μαζί με τις συνοικίες του Ελιγιασβέη, του Βαγιαζήτ, των Μπέηδων και του Γεφυρόπουλου, η πόλη αριθμούσε συνολικά 14 συνοικίες. Το Μονοπώλειο βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης, μεταξύ της σημερινής πλατείας Μονοπωλίου και του ναού του Αγίου Γεωργίου. Η συνοικία συνόρευε με τα Eβραϊκα, τα οποία εκτείνονταν από την πλατεία μέχρι το κάστρο και με το Ρωμιοπάζαρο, το οποίο ξεκινούσε από την πλατεία και εκτείνονταν κατά μήκος της οδού Σκουφά έως τη σημερινή πλατεία Κιλκίς.[2]
Στην συνοικία υπήρχε ο ναός της Αγίας Σοφίας, ο οποίος κατασκευάστηκε το 1812, πυρπολήθηκε το 1821 και ανακατασκευάστηκε το 1829 με έξοδα του αρχιμανδρίτη Μεθοδίου. Ο ναός είχε ένα παρεκκλήσι στο όνομα του Αγίου Νικολάου Παράσχη και η ενορία αριθμούσε 75 οικίες. Η συνοικία υπήρξε ο τόπος όπου γεννήθηκαν και δίδαξαν οι Όσιοι αυτάδελφοι Θεοχάρης και Απόστολος, οι οποίοι ήταν τέκνα του Γεωργίου Ντούια, ιερέα στο ναό της Άγίας Σοφίας. Μετά το θάνατο των γονιών τους, τα δύο αδέλφια φρόντισαν το μικρότερο αδελφό τους μέχρι την ημέρα του γάμου του και μετά αποσύρθηκαν σε ένα μικρό σπίτι κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Θεοχάρης άρχισε να διδάσκει και να μαθαίνει γραφή και ανάγνωση τα μικρά παιδιά της Άρτας στο εκκλησάκι της Παναγιάς της Κασσωπίτρας στην πλατεία Μονοπωλίου, το οποίο λειτουργούσε ως κρυφό σχολείο μέχρι το 1818.[3] Κοντά στην Αγία Σοφία υπήρχε το αρχοντικό του πλούσιου ευπατρίδη Θεοχαράκη Νικολάου. Η οικονομική επιφάνεια και οι υψηλές διασυνδέσεις του Θεοχαράκη Νικολάου καθιστούσαν το σπίτι του, ένα πραγματικό άσυλο για τους χριστιανούς της Άρτας. Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Άρτας, το 1821, στην οικία του ευπατρίδη Νικολάου συναντήθηκε ο Μακρυγιάννης με τον Γώγο Μπακόλα.[4][5]
Εξίσου σημαντικός ήταν και ο ναός του Αγίου Γεωργίου στον οποίο φυλασσόταν τμήματα λειψάνων του Αγίου Χαράλαμπου, της Αγίας Παρασκευής και της Αγίας Φωτεινής. Ο Άγιος Γεώργιος ανακαινίσθηκε το 1867 και ξεκίνησε να λειτουργεί στις 19 Σεπτεμβρίου 1871. Ο ναός είχε πέντε παρεκκλήσια, ανάμεσα στα οποία ήταν οι ναοί του Αγίου Μάρκου και οι Άγιοι Θεόδωροι, και η ενορία αριθμούσε 85 οικίες.[6]
Η συνοικία ήταν επίσης γνωστή και για το Τζαμί του Κιλίτς Μπέη, ένα από τα έξι τζαμιά που υπήρχαν εντός της πόλης της Άρτας.[7] Η ημερομηνία κατασκευής του τζαμιού είναι άγνωστη αλλά πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε περίπου την ίδια εποχή με το τζαμί του Φαΐκ Πασά και είχε προσόδους που ανερχόταν σε 1000 γρόσια, τα οποία λάμβανε ο ιμάμης. Ο μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος μας πληροφορεί ότι το τζαμί είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια χριστιανικού ναού αφιερωμένου στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Μετά την απελευθέρωση της Άρτας, το τζαμί του Κιλίτς Μπέη καταστράφηκε ενώ τα μοναδικά τζαμιά που διασώθηκαν έως σήμερα είναι το τζαμί του Φαΐκ Πασά και το Φεϋζούλ Τζαμί.[8]
Η πλατεία
Σημείο αναφοράς για τη συνοικία αποτελούσε η πλατεία Μονοπωλίου, η οποία μαζί με την πλατεία του Ρολογιού ήταν οι δύο πλατείες της Άρτας. Η πλατεία λόγω της κεντρικής θέσης της, υπήρξε στενά συνδεδεμένη με κάποια από τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας της Άρτας. Tο Μονοπλιό ήταν το μέρος όπου λάμβανε χώρα το αποκριάτικο έθιμο των Μπαντίδων, το οποίο είχε τις ρίζες του στην εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου, όταν δεσπότης ήταν ο Κάρολος Α΄ Τόκκος. Οι Αρτινοί, με την άδεια του δεσπότη, φορούσαν προσωπίδες και χόρευαν στους δρόμους της πόλης κατά τη διάρκεια της Αποκριάς. Όταν η Άρτα έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1449, οι κάτοικοι της Άρτας, με αίτημα τους προς τον Σουλτάνο, διατήρησαν το προνόμιο του να εορτάζουν το καρναβάλι και να φοράνε προσωπίδες. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, οι κάτοικοι για να σατιρίσουν τα γεγονότα της εποχής, επινόησαν το εξής δίστιχο : «Πάει το μαλακό σ' Παπούλια μ', πάει το μεντζικό σ', το πήραν οι μπαντίδ' Παπούλια μ', το παν στο Μονοπλιό». Το Μαλακώφ ήταν Ρωσικό οχυρό και ο Μεντζικώφ ήταν ένας Ρώσος πρίγκιπας που το υπερασπιζόταν, ενώ ο Παπούλιας συμβόλιζε τον εύθυμο και γλετζέ άνθρωπο, ο οποίος σύμφωνα με το έθιμο πήγαινε στην γυναίκα του Ρώσου υποπρόξενου της Άρτας και έπαιρνε και φόραγε ένα μαλακό και ένα μεντζικό, τα οποία ήταν γυναικεία φορέματα και ξεκινούσε μαζί με την παρέα του από την συνοικία του Πλάτανου (σημερινή πλατεία Κακαβά), τραγουδώντας και πειράζοντας τον κόσμο που συναντούσε κατά μήκος του Ρωμιοπάζαρου. Ταυτόχρονα από την πλατεία Μονοπωλείου ξεκινούσε η παρέα των Μπαντίδων, οι οποίοι όταν συναντούσαν τον Παπούλια, του έβγαζαν τα γυναικεία φορέματα και όλοι μαζί τραγουδώντας το δίστιχο, γύριζαν στο Μονοπλιό και γιόρταζαν το καρναβάλι.[9]
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η πλατεία υπήρξε τόπος εκτέλεσης αιχμαλώτων και αμάχων όπως μαρτυρούν και οι ακέφαλοι σκελετοί που βρέθηκαν στις ανασκαφές, δίπλα από το ναό της Κασσωπίτρας.[10][11] Η επιλογή της πλατείας όπως και του πλατάνου στη γέφυρα της Άρτας, είχε να κάνει με το γεγονός ότι αποτελούσαν πολυσύχναστα μέρη και η θέα των νεκρών λειτουργούσε παραδειγματικά για τους υπόδουλους Έλληνες. Μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής επανάστασης του 1821, η καχυποψία και οι βιαιότητες των Τούρκων απέναντι στους Αρτινούς αυξήθηκαν ενώ οι εκτελέσεις ανάγκασαν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να εγκαταλείψει την πόλη και να αναζητήσει ένα πιο ασφαλές καταφύγιο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός ενδεκάχρονου παιδιού, το οποίο υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των εκτελέσεων στην πλατεία Μονοπωλίου. Σύμφωνα με την μαρτυρία, ο δήμιος των Τούρκων αποκεφάλιζε τα άτυχα θύματα και στη συνέχεια τοποθετούσε σε πασσάλους τα κεφάλια, κατά μήκος της αγοράς. Η φρίκη ήταν τέτοια που οι περισσότεροι κάτοικοι της συνοικίας εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, μη αντέχοντας τις κραυγές πόνου των βασανιζομένων.[12][13] Η πλατεία Μονοπωλίου υπήρξε πιθανόν και ο τόπος εκτέλεσης των Ελλήνων και Φιλελλήνων αιχμαλώτων της Μάχης του Πέτα διότι σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο, δίπλα από την πλατεία υπήρχε ένα νεκροταφείο όπου είχαν θαφτεί πολλοί αγωνιστές από το Πέτα.[14][15][16]
Στις 24 Ιουνίου 1881, ημέρα απελευθέρωσης της πόλης, πλήθος πολιτών είχε εξέλθει στους δρόμους για να υποδεχτεί τον ελληνικό στρατό. Η επίσημη υποδοχή έλαβε χώρα στο ύψος του ναού των Αγίων Θεοδώρων με το στήσιμο αψίδας και στις 4 μ.μ κατέφθασε ο αξιωματικός Σκαρλάτος Σούτσος, ο οποίος ενώπιον του μητροπολίτη Άρτας Σεραφείμ, ανακοίνωσε την κατάληψη της Άρτας. Το δημοτικό συμβούλιο, για να τιμήσει αυτή τη σημαντική στιγμή για την πόλη της Άρτας, έλαβε την απόφαση να μετονομαστεί η πλατεία Μονοπωλίου σε πλατεία Ελευθερίας και η πλατεία του Ρολογιού σε πλατεία Βασιλέως Γεωργίου του Α΄.[17] Παρ' όλα αυτά, η νέα ονομασία δεν κατάφερε να βρεί εύφορο έδαφος στην τοπική κοινωνία της πόλης και έτσι επικράτησε μέχρι και σήμερα η παλαιά ονομασία. Μετά την απελευθέρωση άρχισαν σταδιακά να οργανώνονται οι κρατικές δομές και δίπλα στην πλατεία Μονοπωλίου εγκαταστάθηκε το πρώτο δημαρχείο της πόλης, με δήμαρχο τον Ιωάννη Αντωνόπουλο, το οποίο στεγάστηκε σε ένα κτίριο μεταξύ των σημερινών οδών Αγίας Σοφίας και Σταματελοπούλου.[18]
Εβδομαδιαία αγορά
Την περίοδο από τον 17ο ως τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά υπήρχαν τρεις αγορές στην Άρτα: το Ρωμιοπάζαρο το οπόιο εκτείνονταν στη σημερινή οδό Σκουφά μέχρι την πλατεία Μονοπωλίου, το Τουρκοπάζαρο από το Ρολόι μέχρι τη σημερινή λαική αγορά και τα Εβραϊκά από την πλατεία Μονοπωλίου ως το κάστρο. Η κυκλοφορία και η ανταλλαγή των προίοντων στην τοπική αγορά της Άρτας πραγματοποιούνταν μέσω της καθημερινής αγοράς, της εβδομαδιαίας αγοράς και της ετήσιας εμποροπανήγυρης.[19]
Η καθημερινή αγορά λειτουργούσε κατά κύριο λόγο στο Ρωμιοπάζαρο και είχε περίπου 400 καταστήματα, κατά κύριο λόγο παπουτσάδικα και μαχαιράδικα, ενώ δεν υπήρχε μπεζεστένι. Η ετήσια εμποροπανήγυρη της Άρτας λάμβανε χώρα στη συνοικία Μουχούστι και διεξάγονταν κάθε Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με τον Βενετό υποπρόξενο της Άρτας Μαρίν Ντε Λούνα, η εμποροπανήγυρη άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου και τελείωνε στις 8 του ίδιου μήνα ενώ σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο διαρκούσε 10 ημέρες και ξεκινούσε στις 14 Σεπτεμβρίου και έληγε στις 24 του μήνα.[20]
Η εβδομαδιαία αγορά διεξάγονταν κάθε Κυριακή ενώ μετά τις ταραχές που ξέσπασαν το 1777 ανάμεσα σε Έλληνες και Εβραίους με παρότρυνση του Κοσμά του Αιτωλού, η διεξαγωγή της αγοράς μετατέθηκε για την Πέμπτη.[21] Οι χριστιανοί απαίτησαν από τις τουρκικές αρχές να αλλάξει η ημέρα διεξαγωγής της αγοράς διότι η Κυριακή εξυπηρετούσε οικονομικά και θρησκευτικά μόνο τους Εβραίους. Η εβδομαδιαία αγορά γινόταν στην πλατεία Μονοπωλίου και οι κάτοικοι των γύρω χωριών εμπορεύονταν κυρίως είδη διατροφής όπως γιαούρτι, αβγά, γάλα, τυρί, λαχανικά, φρούτα και μέλι.[22] Η πώληση αυτών των ειδών δεν προξενούσε ιδιαίτερη ζημιά στους εμπόρους της πόλης, οι οποίοι δε διακινούσαν ανάλογα είδη στην τοπική αγορά.[23] Η πλατεία αποτελούσε τόπο συνάντησης χωρικών και εμπόρων και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας όπως αναφέρει και ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο οποίος κατά την παραμονή του στην Άρτα, γνώρισε τους εμπόρους που συναθροίζονταν στην πλατεία και πραγματοποίησε διάφορες εμπορικές συναλλαγές.[24]
Παραπομπές
Wikiwand in your browser!
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.