Αμερικανός καλαθοσφαιριστής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Λάρι Τζο Μπερντ (αγγλικά: Larry Joe Bird, γεννήθηκε 7 Δεκεμβρίου 1956) είναι Αμερικανός πρώην καλαθοσφαιριστής, προπονητής και διοικητικό στέλεχος. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους παίκτες στην ιστορία του αθλήματος[1][2][3] καθώς και ένας από τους καλύτερους σουτέρ όλων των εποχών. Χρυσός Ολυμπιονίκης, τρεις φορές πολυτιμότερος παίκτης της κανονικής περιόδου και τρεις φορές πρωταθλητής του NBA,[4] ακολούθησε σύντομη αλλά επιτυχημένη καριέρα κοντά στο άθλημα μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση και είναι ο μόνος παίκτης στην ιστορία του NBA που έχει βραβευτεί ως Πολυτιμότερος Παίκτης, Προπονητής της Χρονιάς, και Διοικητικός Παράγοντας της Χρονιάς.[5]
Λάρι Μπερντ | |
---|---|
1985 | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Πλ. Όνομα | Λάρι Τζο Μπερντ |
Εθνικότητα | Αμερικανική |
Γέννηση | 7 Δεκεμβρίου 1956 Γουέστ Μπέιντεν, ΗΠΑ |
Ύψος | 2,06 μ. |
Νεανικοί σύλλογοι | |
Κολέγιο | Indiana State Sycamores men's basketball |
Στοιχεία καριέρας | |
Ντραφτ | 1978 / Γύρος: 1ος / Επιλογή:6η από τους Μπόστον Σέλτικς |
Θέση | Φόργουορντ |
Καριέρα σε συλλόγους | |
Ως παίκτης: | |
1979 - 1992 | Μπόστον Σέλτικς |
Ως προπονητής: | |
1997 - 2000 | Ιντιάνα Πέισερς |
Εθνικές ομάδες | |
Ως παίκτης: | |
1992 - | Εθνική ΗΠΑ |
Τίτλοι |
Επιλέχθηκε στο ντραφτ του ΝΒΑ στην έκτη θέση από τους Μπόστον Σέλτικς το 1978 και αγωνίστηκε ως σμολ φόργουορντ και πάουερ φόργουορντ για 13 σεζόν, ενώ συμμετείχε 12 φορές στο NBA All-Star Game.
Αγωνίστηκε σε όλη την επαγγελματική του καριέρα για τους Σέλτικς. Ήταν μέλος της ομάδας Ντριμ Τιμ που κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992.[6] Ψηφίστηκε στους 50 κορυφαίους της ιστορίας για την 50ή επέτειο του NBA το 1996[7] και εισήχθη στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame το 1998 ως παίκτης και το 2011 ως μέλος της Ντριμ Τιμ. Το 2021 συμπεριλήφθηκε στην επετειακή επιλογή των 75 καλύτερων του NBA με τη συμπλήρωση των 75 χρόνων ιστορίας του.[8][9]
Γεννήθηκε στο Ουέστ Μπέιντεν, στο Σπρινγκς της Ιντιάνα και μεγάλωσε στην πατρίδα του και τη γειτονική πόλη Φρεντς Λικ, αποκτώντας το παρατσούκλι The Hick from French Lick. Τα οικονομικά προβλήματα απασχολούσαν την οικογένεια Μπερντ σε όλη την παιδική του ηλικία. Σε μια συνέντευξη, που έδωσε στο περιοδικό Sports Illustrated το 1988, ο ίδιος θυμήθηκε πώς η μητέρα του αντιμετώπισε προβλήματα όπως: «αν είχε χρέος στην τράπεζα και χρειαζόμασταν παπούτσια, θα έπαιρνε τα παπούτσια και μετά θα διαπραγματευόταν με την τράπεζα. Δεν θέλω να πω ότι δεν πλήρωσε τα χρέη της, αλλά τα παιδιά του ήταν πάντα πρώτα». Ο μικρός μερικές φορές έζησε με τον παππού και τη γιαγιά του λόγω οικογενειακών πιέσεων. «Το να είσαι φτωχός στην παιδική ηλικία είναι ένα κίνητρο σήμερα», είπε στο αμερικανικό περιοδικό.[10]
Οι δυσκολίες της οικογένειας Μπερντ αυξήθηκαν από τον αλκοολισμό και τις προσωπικές δυσκολίες του πατέρα. Το 1975 μετά την ολοκλήρωση του διαζυγίου των γονέων, ο πατέρας του, βετεράνος του πολέμου της Κορέας που έμεινε με ψυχολογικά προβλήματα μετά τον πόλεμο, αυτοκτόνησε με πυροβόλο όπλο, σε ηλικία 48 ετών. Ο Λάρι, 18 ετών τότε, δεν έχυσε ούτε δάκρυ.[11] Μέσα σε ένα καλοκαίρι πήρε ύψος 18 πόντων φτάνοντας τα 1,98 μέτρα. Αυτό τον κατεύθηνε προς τα μπάσκετ σε σχέση με το αμερικανικό ποδόσφαιρο στο οποίο απασχοληθηκε για δυο χρόνια χωρίς να του προσφέρει την αθλητική χαρά.[12]
Παρά τις σπιτικές δυσκολίες, στη δευτεροετή χρονιά του στο στο γυμνάσιο του Σπρινγκς Βάλει, έγινε ένας από τους καλύτερους παίκτες. Το μπάσκετ ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στην πόλη και συχνά οι φίλαθλοι που παρακολουθούσαν τους αγώνες έφταναν τους 1.600 - και ήταν όλοι εκεί για να δουν το Μπερντ. Έφυγε από το σχολείο όντας ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του.[13]
Τα τρία χρόνια που ήταν στο πανεπιστήμιο επρόκειτο να περάσουν στο διάσημο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, το οποίο εκείνη την εποχή είχε το καλύτερο πρόγραμμα μπάσκετ στη χώρα με την εποπτεία του θρυλικού Μπόμπι Νάιτ, αλλά το μέγεθος του ιδρύματος (με πανεπιστημιούπολη με περισσότερους από 33.000 σπουδαστές) αναστάτωσαν το Μπερντ που επέστρεψε στη γενέτειρά του που είχε πληθυσμό περί τους 2.000 κατοίκους. Εκεί, εργάστηκε περιστασιακά σε διάφορα επαγγέλματα και τελικά εντάχθηκε στο μικρότερου κρατικού Πανεπιστημίου της Ιντιάνα.[11] Ήταν άγνωστο πριν αποφασίσει ο Μπερντ να μεταφερθεί εκεί μη έχοντας κερδίσει ποτέ τουρνουά NCAA στην ιστορία τους. Ήταν περίπου η «τρίτη ή τέταρτη» καλύτερη ομάδα στη δική της περιφέρεια. Τους οδηγησε σε ρεκόρ 33–0 καθ' οδόν για τον πρώτο τους αγώνα εθνικού πρωταθλήματος NCAA.[14] Η καριέρα του ήταν θεαματική: έφτασε με την ομάδα του στον τελικό του NCAA εναντίον του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, όπου εκείνη την εποχή ένας νεαρός με το όνομα Μάτζικ Τζόνσον ήταν ο πρωταγωνιστής που επικράτησε τελικά της αναμέτρησης. Ο Μπερντ κέρδισε πολλά βραβεία σε ατομικό επίπεδο, όπως το περίφημο βραβείο Naismith,[15][16] εξελέγη Παίκτης της Χρονιάς από το γνωστό αθλητικό περιοδικό Sporting News, δύο φορές μέλος της καλύτερης ομάδας των πανεπιστημίων, και με μέσο όρο 30,3 πόντους (πέμπτος καλύτερος στην ιστορία του NCAA), 13,3 ριμπάουντ και 4,3 ασίστ.[17]
Επιλέχθηκε από τους Μπόστον Σέλτικς στο ντραφτ του ΝΒΑ το 1978 στην έκτη θέση, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η σύντομη θητεία του στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα τον έκανε κατάλληλο ένα χρόνο πριν τελειώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, προλαμβάνοντας έτσι τις υπόλοιπες ομάδες. Σε αντάλλαγμα ο Ρεντ Άουερμπαχ έπρεπε να περιμένει ένα χρόνο για τον παίκτη, καθώς οι προσπάθειές του να τον πείσει να εγκαταλείψει αμέσως το πανεπιστήμιο ήταν ανεπιτυχείς. Ο Μπερντ υπέγραψε πενταετές συμβόλαιο για 650.000 δολάρια το χρόνο, ρεκόρ για έναν πρωτάρη. Λίγο αργότερα, οι κανόνες θα άλλαζαν, ώστε οι ομάδες να μην μπορούν να επιλέξουν παίκτες που δεν ήταν έτοιμοι να κάνουν το άλμα στο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Ο Μπερντ προσωποποίησε τη συνέπεια και την αριστεία σε όλους τους τομείς του παιχνιδιού - ως σκόρερ, ως πασέρ, ως ριμπάουντερ, ως αμυντικός (ειδικά στο να προβλέπει την εξέλιξη των φάσεων), ως ομαδικός παίκτης και, ίσως πάνω από όλα, ως εκτελεστής της τελευταίας στιγμής. Ήταν ένας από τους πρώτους παίκτες στο πρωτάθλημα που εκμεταλλεύτηκε τη γραμμή τριών πόντων που υιοθετήθηκε πρόσφατα. Δεν εντυπωσίαζε με τον τρόπο παιχνιδιού του και οι καλύτερες στιγμές της καριέρας του διακρίνονταν για την ουσία και όχι για το θέαμα.[13][18] Δεν διέθετε καλό άλμα ούτε ήταν ιδιαίτερα γρήγορος, όμως αυτά τα αντιστάθμισε με το υψηλό επίπεδο νοημοσύνης στον τρόπο παιχνιδιού του.[19]
Έκανε το ντεμπούτο του στις 12 Οκτωβρίου 1979 στη νίκη με 114–106 επί των Χιούστον Ρόκετς.[20] Αγωνιζόμενος ως πάουερ φόργουορντ, ο αντίκτυπος του Λάρι Μπερντ στους Σέλτικς ήταν άμεσος: η ομάδα, η οποία προήλθε από αρνητικό ρεκόρ 29 νίκες και 53 ήττες τη σεζόν 1978–79 έχοντας μια δεκαετία με συνεχή πτώση, την επόμενη χρονιά πέτυχε 61 νίκες και 21 ήττες, τερματίζοντας ως η ομάδα με καλύτερο ποσοστό κερδισμένων παιχνιδιών.[11] Ο μεγάλος αντίπαλός του στο κολέγιο Μάτζικ Τζόνσον, έγινε επαγγελματίας την ίδια χρονιά με τους Λος Άντζελες Λέικερς, έχοντας μεγάλη μονομαχία για το βραβείο του Πρωτάρη της Χρονιάς, το οποίο τελικά θα έπαιρνε ο Μπερντ.[21][22] Επιλέχθηκε επίσης για το All-Star Game της σεζόν (κάτι που θα επαναλαμβανόταν στα 12 χρόνια του ως επαγγελματίας). Ήταν πρώτος στους Σέλτικς στο σκοράρισμα (21,3 πόντοι ανά αγώνα), στα ριμπάουντ (10,4), στα κλεψίματα (143) και στα αγωνιστικά λεπτά (2.955), όντας δεύτερος σε ασίστ (4,5) και σουτ τριών πόντων (58). Αν και η ομάδα του ηττήθηκε στους τελικούς της Ανατολικής Περιφέρειας από τους Φιλαδέλφεια 76ερς, επιβεβαιώθηκε ότι η ομάδα της Βοστώνης ήταν έτοιμη για μελλοντικές ημέρες δόξας.[13]
Την επόμενη χρονιά οι Σέλτικς θα αποκτούσαν τον σέντερ Ρόμπερτ Πάρις και την τρίτη επιλογή στο ντραφτ του 1980, σε συναλλαγή με τους Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς, οι οποίοι σε αντάλλαγμα έλαβαν την πρώτη και 13η επιλογή επιλογής στο ντραφτ. Καθώς οι Ουόριορς επέλεξαν τον Τζο Μπάρι Κάρολ και οι Γιούτα Τζαζ επέλεξαν τον Ντάρελ Γκρίφιθ στη δεύτερη θέση, οι Σέλτικς επέλεξαν τον πάουερ φόργουορντ του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, Κέβιν ΜακΧέιλ.[23] Με το Μπερντ να αγωνίζεται πλέον ως σμολ φόργουορντ, οι προσθήκες των Πάρις και ΜακΧέιλ επέτρεψαν στη Βοστόνη να έχει ίσως την καλύτερη τριάδα ψηλών στο πρωτάθλημα.[24]
Με το προσωνύμιο «ο μεγάλος λευκός»,[19] στη δεύτερη σεζόν του ο Μπερντ οδήγησε την ομάδα του πίσω στα πλέι οφ, όπου θα συναντούσε ξανά την ομάδα της Φιλαδέλφεια στους τελικούς της Περιφέρειας. Αφού ανέτρεψαν το 3–1 εναντίον τους, οι Σέλτικς έφτασαν στον τελικό, όπου θα νικούσαν τους Χιούστον Ρόκετς, αποτελώντας τον πρώτο τίτλο από τους τρεις που θα έπαιρνε ο Μπερντ στην καριέρα του. Η άφιξη των Μπερντ και Τζόνσον αναζωογόνησε το NBA, ένα πρωτάθλημα σε μικρές ώρες λόγω της χαμηλής τηλεθέασης. Η αγωνιστική αντιπαράθεση των δύο, που ξεκίνησε από τα πανεπιστήμια τους, συνεχίστηκε στον επαγγελματικό τομέα, ανεβάζοντας τις ομάδες τους στην κορυφή. Έτσι, ενώ ο Μπερντ κέρδισε τον τίτλο το 1981, ο Τζόνσον έκανε το ίδιο το 1980 και το 1982. Σε όλη την αντίστοιχη επαγγελματική τους σταδιοδρομία, συνέπεσαν σε τρεις ακόμη τελικούς. Ήταν τέτοια η αντιπαλότητά τους που η τηλεθέαση στους αγώνες τους αυξήθηκε κατακόρυφα. Με την προσωπικότητά τους σφράγισαν μια δεκαετία που αναζητούσε την ανάκαμψη από την κάμψη της προηγούμενης.[25] Το 1982 ο Μπερντ ήταν ο πολυτιμότερος παίκτης του NBA All-Star Game εκείνης της χρονιάς έχοντας 19 πόντους, 12 ριμπάουντ στη νίκη της Ανατολής με 120–118.[26] Στις 30 Μαρτίου 1983 σημείωσε 53 πόντους σε αγώνα με αντίπαλο τους Ιντιάνα Πέισερς (νίκη των Σέλτικς με 142–116), επίδοση ρεκόρ στην κανονική περίοδο στην ιστορία της ομάδας.[27][28]
Το 1984 οι Σέλτικς κέρδισαν τους Λέικερς στον έβδομο και τελευταίο αγώνα του τελικού, νικώντας με 111–102. Ο Μπερντ είχε μέσο όρο 27 πόντους και 14 ριμπάουντ κατά τη διάρκεια της σειράς, κερδίζοντας το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη (MVP) των τελικών. Αξιομνημονευτο είναι το καλάθι του με μακρινό σουτ στο τέταρτο παιχνίδι των τελικών με το σφύριγμα της λήξης, σε μία από τις συγκλονιστικότερες αναμετρήσεις σε τελικούς του πρωταθλήματος.[22][29] Αναδείχθηκε επίσης πολυτιμότερος παίκτης της κανονικής περιόδου με μέσο όρο 24,2 πόντους, 10,1 ριμπάουντ και 6,6 ασίστ ανά παιχνίδι.[30] Στις 12 Μαρτίου 1985 σημείωσε ρεκόρ καριέρας με 60 πόντους στη Νέα Ορλεάνη με αντίπαλο τους Ατλάντα Χοκς στη νίκη με 115–126 έχοντας 22 στα 36 σουτ εντός πεδιάς, 15 στις 15 βολές και ακόμα 7 ριμπάουντ.[31][32] Τη χρονιά εκείνη οι Σέλτικς είχαν 63 νίκες (τις περισσότερες στο πρωτάθλημα με το πλεονέκτημα έδρας μαζί τους), ο τελικός μεταξύ των δυο ομάδων επαναλήφθηκε, αλλά αυτή τη φορά ήταν οι Λέικερς που πήραν τη νίκη σε έξι αγώνες, όμως ο Μπερντ αναδείχθηκε και πάλι MVP της σεζόν έχοντας 28,7 πόντους, 10,5 ριμπάουντ και 6,6 ασίστ ανά αγώνα.[33][34] Την επόμενη χρονιά οι Σέλτικς θα ολοκλήρωναν και πάλι μια εξαιρετική σεζόν, με τη βοήθεια του έμπειρου σέντερ Μπιλ Ουόλτον. Η ομάδα επέστρεψε στους τελικούς του 1986, αν και αυτή τη φορά δεν αντιμετώπισαν τους Λέικερς, ηττημένους στον τελικό της Δυτικής Περιφέρειας από τους Χιούστον Ρόκετς. Οι Σέλτικς του 1986, που ολοκλήρωσαν την κανονική περίοδο με ρεκόρ 67 νικών και μόνο 15 ήττες, θεωρούμενη ως μια από τις πέντε καλύτερες στην ιστορία του ΝΒΑ.[35][36][37] Σημείωσαν 38 συνεχόμενες νίκες στην έδρα τους, επίδοση τότε ρεκόρ στην ιστορία του ΝΒΑ, ενώ η επίδοση των 40 νικών - μίας ήττας εντός έδρας παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ.[38][39] Πέτυχε επίσης το τρίτο συνεχόμενο βραβείο MVP του NBA, έχοντας μέσους όρους 25,8 πόντους, 9,8 ριμπάουντ, 6,8 ασίστ ανά αγώνα,[35] κάτι που είχαν πετύχει μόνο οι κορυφαίοι του παρελθόντος Μπιλ Ράσελ και Ουίλτ Τσάμπερλεϊν, και έκτοτε δεν επαναλήφθηκε.[40] Οι ψηλοί της Βοστόνης επικρατήσαν των διδύμων πύργων του Χιούστον Χακίμ Ολάζουον και Ραλφ Σάμσον σε έξι αγώνες. Ο Μπερντ στον έκτο αγώνα σημείωσε τριπλ νταμπλ (29 πόντους, 11 ριμπάουντ και 12 ασίστ) και ονομάστηκε ξανά MVP των τελικών, έχοντας σημειώσει μέσο όρο σχεδόν τριπλ νταμπλ στη σειρά: 24,0 πόντους, 9,7 ριμπάουντ και 9,4 ασίστ.[41] Σε αυτά τα τρία χρόνια είχε μέσο όρο στα πλέι οφ 26,5 πόντους, 9,9 ριμπάουντ και 6,5 ασίστ ανά αγώνα.[42]
Το 1987 οι Σέλτικς θα έκαναν την τελευταία τους εμφάνιση στους τελικούς της εποχής εκείνης, νικώντας τις προηγούμενες σειρές όχι χωρίς δυσκολίες απέναντι τους Μιλγουόκι Μπακς και Ντιτρόιτ Πίστονς, αλλά φτάνοντας στους τελικούς. Πληγωμένοι από τραυματισμούς, έχασαν από τους Λέικερς με 4–2, οι οποίοι είχαν κυριαρχήσει στην κανονική περίοδο με 65 νίκες.[43] Το επόμενο έτος οι Σέλτικς έχασαν από τους Ντιτρόιτ Πίστονς στους τελικούς της Ανατολικής Περιφέρειας. Το 1988 ο Μπερντ είχε την καλύτερη σεζόν του στατιστικά, έχοντας κατά μέσο όρο 29,9 πόντους, 9,3 ριμπάουντ και 6,7 ασίστ ανά παιχνίδι, αλλά για πρώτη φορά σε τέσσερα χρόνια οι Σέλτικς δεν κατάφεραν να φτάσουν στους τελικούς, χάνοντας σε έξι αγώνες από τους πολύ έμπειρους Πίστονς στους τελικούς της Ανατολικής Περιφέρειας. Ο Μπερντ ξεκίνησε τη σεζόν 1988–89, αλλά την τελείωσε πολύ γρήγορα αφού έπαιξε μόνο έξι παιχνίδια. Ένας σοβαρός τραυματισμός στη φτέρνα τον έκανε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, χάνοντας το υπόλοιπο της σεζόν. Ομως, οι εμφανίσεις της ομάδας δεν ήταν καλές σε αυτά γνωρίζοντας τέσσερις ήττες.[44] Επέστρεψε την επόμενη χρονιά, αλλά με προβλήματα στην πλάτη, και με μια ομάδα των Σέλτικς ολοένα και πιο γερασμένη. Παρ' όλα αυτά, διατήρησε την ικανότητά του ως παίκτης πρώτης γραμμής. Τη σεζόν 1989–90 σημείωσε το τρίτο μεγαλύτερο σερί ελεύθερων βολών στην ιστορία του NBA, ευστοχώντας σε 71 συνεχόμενες προσπάθειες.[13] Τα τελευταία τρία χρόνια του ως επαγγελματίας, είχε κατά μέσο όρο 20 πόντους, 9 ριμπάουντ και 7 ασίστ ανά παιχνίδι, ευστοχόντας περισσότερο από το 45 % εντός πεδιάς και οδηγούσε την ομάδα του κάθε χρονιά στα πλέι οφ.
Λόγω των χρόνιων προβλημάτων στην πλάτη του, αποχώρησε ως παίκτης το 1992, ανακοίνωνοντάς το στις 18 Αυγούστου.[45] Έκλεισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία με μέσο όρο 24,3 πόντους, 10 ριμπάουντ και 6,3 ασίστ.[22] Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, πέτυχε 69 τριπλ νταμπλ (59 στην κανονική περίοδο και 10 στα πλέι οφ), που τον κατέτασσαν τέταρτο στην μέχρι τότε ιστορία, πίσω από τους Όσκαρ Ρόμπερτσον, Μάτζικ Τζόνσον και Ουίλτ Τσάμπερλεν τη στιγμή της αποχώρησής του. Ο τελευταίος, ιδιαίτερα επικριτικός για τη νεότερη γενιά μεγάλων παικτών, είχε πει σε συνέντευξή του για το Μπερντ: «Είναι πολύ ταλαντούχος. Νομίζω ότι αποτελεί την επιτομή του τι πρέπει να κάνει ένας επιθετικός, ειδικά στο παιχνίδι που έπαιζε επειδή ήταν τεχνικά σωστός. Ήταν ένας σωστός τύπος μπασκετμπολίστα, και οι περισσότεροι παίκτες σήμερα δεν παίζουν σωστά το παιχνίδι, και το έκανε».[46] Στους αγωνιστικούς χώρους ο Μπερντ έμεινε στη μνήμη των αντιπάλων του, όχι μόνο για τα επιτεύγματά του, αλλά και ως ετοιμόλογος, προκλητικός μιλώντας σε αυτούς και είρωνας, χωρίς να περνά τα αποδεκτά όρια.[28][47]
Ο Μπερντ ήταν μέλος της Εθνικής ομάδας των Ηνωμένων Πολιτειών που συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992, γνωστής ως Ντριμ Τιμ, καθώς είχε μεταξύ των παικτών της, εκτός από τον ίδιο τον Μπερντ, θρύλους στην ιστορία του ΝΒΑ όπως οι Μάικλ Τζόρνταν, Μάτζικ Τζόνσον, Τσαρλς Μπάρκλεϊ, και Καρλ Μαλόουν. Ήταν η πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν ομάδα αποτελούμενη από επαγγελματίες παίκτες κατακτώντας εύκολα το χρυσό μετάλλιο.[6] Ο Μπερντ ήταν συν-αρχηγός μαζί με το Τζόνσον[48][49] και θεωρούνταν μέλος της βασικής πεντάδας μαζί με τους Τζόνσον, Τζόρνταν, Μαλόουν και Γιούιν, όμως τα προβλήματα τραυματισμού περιόρισαν τη συμμετοχή του έχοντας μέσο όρο 8,4 πόντους ανά αγώνα. Μόνο στο παιχνίδι με τη Γερμανία ξεπέρασε σε συμμετοχή το ήμισυ του παιχνιδιού πετυχαίνοντας 19 πόντους.[50] Πρωτύτερα με την ομάδα είχε κατακτήσει και το Αμερικανικό Πρωτάθλημα Καλαθοσφαίρισης.
Μετά το τέλος της καριέρας του, οι Σέλτικς προσέλαβαν τον Μπερντ ως βοηθό ειδικής ομάδας στα γραφεία του συλλόγου, μια θέση που κατείχε το διάστημα 1992–97. Εκείνη τη χρονιά, παρόλο που δεν είχε προηγούμενη εμπειρία, δέχθηκε τη δουλειά προπονητή στους Ιντιάνα Πέισερς. Στις τρεις σεζόν του ως προπονητής, η ομάδα του πέτυχε 147 νίκες και 67 ήττες. Στην πρώτη του σεζόν κέρδισε το βραβείο του προπονητή της χρονιάς στο ΝΒΑ. Δύο χρόνια αργότερα το 2000, η ομάδα του έπαιξε στους τελικούς του NBA, μετά τον οποίο ο Μπερντ παραιτήθηκε από τη θέση του προπονητή.[7][51]
Ωστόσο, το 2003 προσλήφθηκε ξανά από την ομάδα της Ιντιανάπολις, στην προκειμένη περίπτωση για να υπηρετήσει ως αθλητικός διευθυντής (πρόεδρος των επιχειρήσεων), θέση που κράτησε μέχρι το 2017. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τη σεζόν 2011–12 ο Μπερντ αναδείχθηκε Στέλεχος της Χρονιάς στο ΝΒΑ. Το 2022 ολοκλήρωσε τη συνεργασία του με την ομάδα.[5][51]
Μέσοι Όροι ανά σεζόν (κανονική περίοδος)
NBA | |||||
---|---|---|---|---|---|
Σεζόν | Αγώνες | Πόντοι | Ασίστ | Ριμπάουντ | Ποσοστό % |
1979–80 | 82 | 21,3 | 4,5 | 10,4 | 47,4 |
1980–81 | 82 | 21,2 | 5,5 | 10,4 | 47,8 |
1981–82 | 77 | 22,9 | 5,8 | 10,9 | 50,3 |
1982–83 | 79 | 23,6 | 5,8 | 11,0 | 50,4 |
1983–84 | 79 | 24,2 | 6,6 | 10,1 | 49,2 |
1984–85 | 80 | 28,7 | 6,6 | 10,5 | 52,2 |
1985–86 | 82 | 25,8 | 6,8 | 9,8 | 49,6 |
1986–87 | 74 | 28,1 | 7,6 | 9,2 | 52,5 |
1987–88 | 76 | 29,9 | 6,1 | 9,3 | 52,7 |
1988–89 | 6 | 19,3 | 4,8 | 6,2 | 47,1 |
1989–90 | 75 | 24,3 | 7,5 | 9,5 | 47,3 |
1990–91 | 60 | 19,4 | 7,2 | 8,5 | 45,4 |
1991–92 | 45 | 20,2 | 6,8 | 9,6 | 46,6 |
Σύνολα καριέρας | 897 | 24,3 | 6,3 | 10,0 | 49,6 |
Πηγή: Basketball reference
Ως παίκτης
Ως προπονητής
Ως στέλεχος
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.